Σε πολλά μέρη της Ηπείρου, στα χορευτικά τους, σε ώρες χαράς κα κεφιού χορεύουν το Σαμαντάκα.
Γεια σου βρε Σαμαντάκα τη λεβεντιά σου νάχα.
Εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω
σε συλλογιούμαι και αναστενάζω.
Ξύπνα Σαμαντάκα και βάλε τα τσαρούχια,
στρίψε τη μουστάκα, γεια σου Σαμαντάκα...
Ποιος ήταν όμως ο Σαμαντάκας;
Λένε πως τ' όνομα του ήταν Παύλος Μπάρας. Ενας όμορφος λεβεντονιός που ζούσε με το παιδί του και τη γυναίκα του στην περιοχή των Αγίων Σαράντα.
Δούλευε στα χωράφια, όταν κάποια μέρα επιστρέφοντας στο σπίτι του, βρήκε τρεις σπαχήδες του Αλή πασά να σέρνουν τη γυναίκα του. Τάβαλε, ένας αυτός, και με τους τρεις, και κατάφερε να σκοτώσει τους δυο και να τους πάρει τα ντουφέκια.
Ο τρίτος του ξέφυγε και καθώς προσπάθησε να τον σκοτώσει, χτύπησε κατά λάθος θανάσιμα την αγαπημένη του.
Επειδή κινδύνευε άμεσα, έτρεξε στο σπίτι, άρπαξε το μωρό στην αγκαλιά και πήρε τα βουνά. Από ράχη σε ράχη, από βουνό σε βουνό, κάποια μέρα έφτασε στην Κορυτσά.
Από τις κακουχίες όμως της οδοιπορίας έχασε το μωρό του και ο πόνος γίνηκε τώρα αβάσταχτος πούχασε γυναίκα και παιδί. Πήρε λοιπόν πάλι δρόμους και μονοπάτια προς το Νότο και έφτασε στο Μπεράτι με σκοπό να κοινωνήσει σε χριστιανική Εκκλησία μιας κι ήταν Χριστούγεννα κι είχε νηστέψει.
Έκρυψε την αρματωσιά του και τράβηξε ίσια προς τον παπά. Εκεί αντίκρισε μια σεμνή κόρη σαν άσπρο τριαντάφυλλο και σκίρτησε η καρδιά του.
Μετά τη θεία μεταλαβιά βγήκε και την παρακολούθησε κι είδε να τραβάει με τον τούρκο αγωγιάτη της που την περίμενε προς την αρβανίτικη μεριά του Μπερατιού.
Προσπάθησε να μάθει κάτι από μερικούς, από τον παπά που τους μετάλαβε, αλλά δεν τα κατάφερε. Οπότε τον πήρε χαμπάρι ο δεσπότης και τον κάλεσε στο κονάκι του.
Ο Π. Μπάρας πήγε αμέσως μουσαφίρης στο δεσπότη κι έμαθε όλη την ιστορία. Η όμορφη αρχόντισσα ήταν χριστιανή από την Κορυτσά. Την φώναζαν Τζεμιλέ (Φωτεινή) κι ήταν χήρα του Τούρκου Μπεκίμ, σουλτάνα στο σαράι του. Τρεις γυναίκες είχε πάρει ο αγάς και δεν μπόρεσεν' αφήσει απογόνους. Τέταρτη ήταν η Τζεμιλέ κι όμως παιδί δεν απόχτησε και πέθανε άκληρος ο Τούρκος.
Η γυναίκα κληρονόμησε όλα τα πλούτη και καθώς δεν άλλαξε την πίστη της, γιατί σ' αυτό δεν τη ζόρισε ο γερο-Μπεκίμ, έδινε πολλά στη Μητρόπολη και στις άλλες εκκλησίες. Ο Παύλος Μπάρας αφού έμαθε όλα τούτα, πήρε τ' άρματά του και τράβηξε ίσια για το σαράι του Αγά Μπεκίμ. Ήταν σούρουπο κι όταν την εντόπισε αναρριχήθηκε στον οντά της και την έκανε δική του.
Το βαθύ χάραμα με την προτροπή της έφυγε προς τ' άγρια βουνά. Οι μέρες περνούσαν και η Τζεμιλέ κατάλαβε πως ήταν έγκυος κι ήθελε τη συμβουλή του δεσπότη.
Αυτός την καθησύχασε και της είπε ότι θα ξεγεννήσει στο Μοναστήρι και μετά θα πήγαινε στο σαράι. Το νεογέννητο θα της το πέταγαν στο κατώφλι του σπιτιού της, δήθεν ότι ήταν ξένο, κι αυτή σαν ψυχόπονη γυναίκα θα το περιμάζευε. Έτσι ακριβώς έγινε και όλοι οι Αρβανίτες μιλούσαν για τη μεγάλη καρδιά της Τζεμιλέ.
Να όμως που ξαναγύρισε ο Παύλος Μπάρας κι έμεινε για δεύτερη φορά έγκυος. Τώρα πώς να κρατηθεί το μυστικό; Πάλι ο δεσπότης έδωσε τη συμβουλή του. Τους είπε να παντρευτούν τώρα κανονικά κι ο Χριστιανός Π. Μπάρας θα παρουσιαζόταν ως αρβανίτης. Γιατί αν η Τζεμιλέ παντρευόταν Χριστιανό και το μάθαινε ο Πασάς θα έχανε όλα τα πλούτη της. Βρέθηκε και το όνομα λοιπόν Οσμάν Τάκα θα τον έλεγαν...
Έγινε αυτός ο γάμος και το νέο ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένα με τα δυο μωρουδάκια τους να μοιάζουν του Οσμάν.
Ως την ώρα που κάποιος σπιούνος είπε στον Κουρτ Πασά πως ο Οσμάν ήταν Έλληνας Χριστιανός και τον έπεισε, οπότε ο Πασάς τον συνέλαβε κι έβγαλε φιρμάνι να τον κρεμάσει.Έφτασε η ορισμένη μέρα, στήθηκε η κρεμάλα κι έφεραν τον κατάδικο Οσμάν μπρος στον πασά.
- Έφταιξες ορέ, έπαιξες με την πίστη του Μωάμεθ. Πες μου ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία;
- Να χορέψω πασά μου, είπε ήρεμα ο Οσμάν Τάκας.
- Τι λες ορέ; αποκρίθηκε ο πασάς.
- Να χορέψω, μον' φέρτε τη γυναίκα μου να μου βαράει το νταούλι.
Ο πασάς απορημένος έδωσε εντολή σε δυο σπαχήδες να φέρουν τη Τζεμιλέ και δυο τρεις οργανοπαίχτες.
Ήρθε η γυναίκα του με τα παιδιά της κι αγκαλιάστηκαν, φίλησε και τα παιδιά του.
- Μην κλαις γυναίκα, της είπε. Ο καθένας έχει τη μοίρα του. Μον' πιάσε το νταούλι και βάραγε. Θέλω να πεθάνω με χορό.
Οι οργανοπαίχτες, που δεν άργησαν να φανούν, πήραν θέση κι ο μελλοθάνατος άρχισε να χορεύει περήφανα.
Τριγύρω μαζεύτηκαν χριστιανοί κι αρβανιτάδες και παρακολουθούσαν το θέαμα με φόβο και σιωπή.
Μετά ο Οσμάν έκανε νόημα στη γυναίκα του να μπει κι αυτή στο χορό και χόρευαν τώρα οι δυο λεβέντικα. Τότε ο Πασάς σηκώθηκε και με το ρακοπότηρο στο χέρι προχώρησε αργά αλλά σταθερά προς το μέρος τους. Ολόγυρα απλώθηκε νεκρική σιγή.
- Χαλάλι σου ορέ βροντοφώναξε, σου δίνω χάρη. Ο χορός σου σε γλίτωσε! Άντε τραβάτε τώρα.
Ο Παύλος Μπάρας πούλησε στο Μπεράτι την κληρονομιά της Τζεμιλέ, πήρε τη Φωτεινή και τα δυο παιδιά του και έκτοτε χάθηκαν τα χνάρια τους.
Έμεινε όμως ο χορός αυτός και το τραγούδι σαν θρύλος, σαν παραμύθι να τραγουδιέται και να χορεύεται περίπαθα από μερακλήδες στις εκδηλώσεις της ζωής μας, τόσο στην περιοχή μας, όσο και στη Β. Ήπειρο.
Αναδημοσίευση απο την εφημερίδα "ΗΠΕΙΡΟΣ"
Υπάρχει όμως και άλλες εκδοχές (όπως συμβαίνει συνήθως) για το πολυθρύλητο τραγουδι...Ας τις δούμε:
Ο Σιαμαντάκας (ή Οσμαντάκας, ή Οσμάν Ντάκο) ήταν ένας λαϊκός ήρωας του 19ου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο. Γεννημένος στην Κονίσπολη (λίγο πάνω από τη Σαγιάδα, στη σημερινή νότια Αλβανία) το 1848, μάλλον αρβανίτικης καταγωγής και γόνος εύπορης οικογένειας, ήταν αρχηγός και εμπνευστής αντικαθεστωτικής εξέγερσης στην περιοχή. Μαζί του πλήθος λαϊκών αγωνιστών (ελλήνων και αλβανών) δώσανε σκληρές μάχες εναντίον των κοινών δυναστών τους: των τσιφλικάδων (ασχέτως καταγωγής) και του φεουδαρχικού τουρκικού κράτους και σε συνεννόηση με άλλα βαλκανικά κινήματα.
Το 1875 το κίνημά τους ηττάται κοντά στην Πρέβεζα και ο Σιαμαντάκας συλλαμβάνεται και οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα... Ο ήρωάς μας είχε λεβέντικη κορμοστασιά και ήταν ξακουστός χορευτής, έτσι σαν τελευταία του επιθυμία ζητάει να χορέψει.
Ο χορός του όμως τραβάει σε μάκρος, αυτοσχεδιάζει στα βήματά του, πότε αργά πότε πιο γρήγορα, οι κλαριντζήδες αλλάζουν βάρδιες αλλά αυτός εκεί να χορεύει και να μη λέει να σταματήσει. Πλήθος κόσμου τώρα τον συντρέχει και τον επευφημεί, ακόμα και οι τούρκοι έχουν βαλθεί να τον χαζεύουν! Ο Σιαμαντάκας καθώς περνούν οι ώρες προσπαθεί να μην κοιμηθεί και καταφέρνει να μένει ορθός και με τη σκέψη της αγαπημένης του να τον συντροφεύει! Το πρωί της επομένης ο πασάς του Μαργαριτίου (κεφαλοχώρι της περιοχής) εντυπωσιασμένος από το ήθος και το τόλμημα του παληκαριού, του χαρίζει τη ζωή και τον αφήνει ελεύθερο!
Άλλη άποψη
Σιαμαντάκας: Ηπειρώτικο παραδοσιακό τραγούδι από την περιοχή της Θεσπρωτίας, γνωστό στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Πολύ παλιό τραγούδι, το οποίο προερχόμενο από την περιοχή της Θεσπρωτίας ανέπτυξε μια διττή υπόσταση – ελληνόφωνη και αλβανόφωνη – σύμφωνα με τις δύο γλωσσικές ομάδες που συμβίωναν στην ευρύτερη περιοχή. Δεν είναι ξεκάθαρο αν η αλβανόφωνη ή η ελληνόφωνη εκδοχή είναι που προηγήθηκε, πάντως ο Οσμαντάκας (Οσμάν Τάκο ή Σιαμαντάκας) ήταν ένας αρβανίτης λαϊκός ήρωας του 19ου αιώνα.
Γεννημένος κατ΄ άλλους στην Κονίσπολη της σημερινής Αλβανίας, κατ’ άλλους στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας ήταν αρχηγός και εμπνευστής αντικαθεστωτικής εξέγερσης στην περιοχή. Μαζί του πλήθος λαϊκών αγωνιστών (Ελλήνων και Αλβανών) δώσανε σκληρές μάχες εναντίον των τσιφλικάδων και του τουρκικού κράτους.
Όταν το κίνημά του ηττάται και ο ίδιος συλλαμβάνεται και οδηγείται μπροστά στον μπέη του Μαργαριτίου Θεσπρωτίας, ο Οσμαντάκας ζητά ως τελευταία επιθυμία πριν την εκτέλεσή του να χορέψει. Ο θρύλος λέει πως το παράστημά του, τα πατήματά του, ο αυτοσχεδιαστικός χορός του εντυπωσίασαν τόσο πολύ τους Τούρκους και όλους τους παρευρισκόμενους ώστε ο μπέης τελικά του χάρισε τη ζωή!
Μάλιστα αναφέρει πως ο στίχος «εσύ κοιμάσαι κι εγώ νυστάζω, σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω» που προσμίχθηκε στο τραγούδι του Οσμάν Τάκα, δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό. Ανήκει στο «Μαύρα μου μάτια και κοντοκλαδεμένα».
Το γύρισμα του τραγουδιού είναι στον τσακιστό πωγωνίσιο σκοπό και αμέσως μετά σε δίστιχα της αγάπης, που τραγουδιούνται πάνω στον τετράσημο σκοπό του πωγωνίσιου χορού.
Οσμαντάκας & Πωγωνίσια γυρίσματα - Δολό Πωγωνίου
Τραγούδι: Βαγγέλης Ντάκας
Κομπανία: Κώστα Βέρδη
Δίσκος: «Γλώσσα μου γλυκιά μου γλώσσα άνοιξε πες μας καμπόσα» – Πολιτιστικός Σύλλογος Δολού Πωγωνίου
Οι αληθινοί στίχοι του Οσμαντάκα όπως τους θυμόταν η Φανή Δημοπούλου:
Aκούστε την Αρβανίτικη εκδοχή
Γεια σου (ω)ρέ Οσμάν Τάκα, τη λεβεντιά σου να ’χα.
Ωρέ πήγα να σκοτώσω, τέτοιο παλικάρι
Ωρέ σαν χορεύει, πηδάει σαν το λιοντάρι.
Σου χαλαλίζω και τη ζωή σου,
χόρεψε, μπίρο μου, με την ψυχή σου
Πωγωνίσια δίστιχα:
Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη
να κυνηγάει τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι.
Εμένα μου είπαν δυο πουλιά, δυο μαύρα χελιδόνια
πώς θα περάσω βάσανα σε όλα μου τα χρόνια.
Ζαλίζομαι, μωρέ ζαλίζομαι, όταν σε συλλογίζομαι.
Ζαλίζω το κεφάλι μου, πανάθεμά το χάλι μου.
Γεια σου, Οσμαντάκα...
Ο Οσμαντάκας, ή Osman Taka ή Σιαμάντακας, ή Σμαντάκας ή Σαμαντάκας, ήταν ένας Ηπειρώτης οπλαρχηγός του 19ου αι. από τις Φιλιάτες, που τον τραγουδούνε δυο λαοί, Έλληνες και Αλβανοί.
Λέγεται πως είχε ξεσηκωθεί κατά των Οθωμανών και πως όταν τον έπιασαν και θέλησαν να τον εκτελέσουν, εκείνος ζήτησε να χορέψει (τελευταία επιθυμία). Οι οθωμανοί μερακλώσαν τόσο από το χορό του Σμαντάκα που τον αφήσαν ελεύθερο. Όμως εκείνος συνέχισε να τους δημιουργεί προβλήματα και έτσι όταν τον ξαναπιάσανε τον σκοτώσανε.
Η λαϊκή μούσα εμπνεύστηκε από τη λεβεντιά του Σμαντάκα και τον έκανε δημοτικό τραγούδι.
Το ελληνικό τραγούδι λέει πάνω κάτω τα εξής λόγια:
Aιντε, Οσμαντάκα, τη λεβεντιά σου να 'χα!
Τη λεβεντιά σου να 'χα! Γεια σου, Οσμαντάκα!
Αϊντε, σύ κοιμάσαι και 'γω νυστάζω,
Σε συλλογιούμαι κι αναστενάζω.
Μαύρα μου μάτια και κοντυλογραμμένα,
Ως πότε θα κοιμόσαστε χώρια από μένα?
Ξύπνα, Οσμάντάκα, και βάλε τα τσαρούχια!
Στρίψε τη μουστάκα!
Γεια σου Οσμαντάκα!
Aκούστε την Αρβανίτικη εκδοχή
Ακούστε την Αλβανική εκδοχή, σε 2 διαφορετικές εκδόσεις
https://romiazirou.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου