Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Τραγούδια και πανηγύρια της Ηπείρου

 




Η λέξη πανηγύρι είναι λαϊκή πανάρχαια και καθιερωμένη εκφορά της αρχαίας λέξης «πανήγυρις» με έντονα τα διονυσιακά στοιχεία (<πᾶς+ἄγυρις), ένας από τους μακροβιότερους ελληνικούς θεσμούς που έχει να κάνει με συνάθροισησυνεύρεσηαγορά και ικανοποιεί την διαχρονική ανάγκη που νιώθουν οι άνθρωποι να μαζευτούν, να διασκεδάσουν, να γιορτάσουν, να χαρούν με κρασίμουσικήτραγούδιχορό και καλή παρέα απελευθερώνοντας την ψυχή της λαϊκής οικογένειας από τα δεσμά και το άγχος της καθημερινότητας δρώντας αναζωογονητικά, δίνοντας ελπίδα και αισιοδοξία.



Πρόγραμμα Αναπαραγωγής Ήχου

Παλιότερα –όταν δεν ήταν εμποροπανήγυρη, έξω από κατοικούμενες περιοχές σε τόπους με ιδιαίτερο συμβολισμό, ασύχναστους, μέσα στη φύση, με ιδιαίτερη θέα και πρωταγωνιστές αρματωμένους, να φορούν φουστανέλα ή ντουλαμά να φέρουν άρματα ή καβαλαραίοι με ομοιόμορφη στολή και σκούφια. Πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι οργανοπαίκτες με τη ζυγιά. Η μουσική και ο χορός και το τραγούδι συνοδεύουν κάθε πτυχή του πανηγυριού, βοηθώντας στη διατήρηση της μουσικο-χορευτικής παράδοσης του τόπου. Τα πανηγύρια βασίζονται στη συλλογική δράση.

Η παρέα, ως κοινότητα, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, έτσι ενώ οι πρωταγωνιστές δείχνει να ΄ναι αρματωμένοι, καβαλαραίοι και οργανοπαίχτες, τα πάντα γίνονται με την πλαισίωση του κόσμου, χωρίς τον οποίο τα πανηγύρια θα έχαναν τον λαϊκό τους χαρακτήρα.




Σ’ όλη την Ελλάδα –κυρίως Αύγουστο | Σεπτέμβρη (αλλά όχι μόνο), γινόταν –και γίνεται ως ένα βαθμό χαμός. Προσωπικά λόγω καταγωγής θυμάμαι αφηγήσεις για το πανηγύρι στο Νησί που χάνεται στο βάθος του χρόνου και σχετίζεται με την εποχή εμπορευματοποίησης της αγροτικής παραγωγής και τη δημιουργία τοπικών αγορών (επισήμως ιδρύθηκε το 1839).

Την εποχή εκείνη, η Πελοπόννησος είχε 22 πανηγύρια και άλλα τόσα η υπόλοιπη Ελλάδα του τότε (Στερεά Ελλάδα). Μέχρι το 1909, αφού είχε απελευθερωθεί και άλλο τμήμα της, ο αριθμός των πανηγυριών είχε ανέλθει σε 85. Από οικονομική-ιστορική άποψη, το φαινόμενο των πανηγυριών, ερμηνεύεται ως μια ακραία στρέβλωση των αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών αγορών, αφού οι φόροι για τη διακίνηση προϊόντων από πόλη σε πόλη εντός της Ελληνικής επικράτειας σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη οδικού δικτύου, έκανε λ.χ. το σιτάρι της Λιβαδειάς 100% πιο ακριβό στην αγορά της γειτονικής Αθήνας, ενώ το κλεινόν άστυ έκανε εισαγωγές σιταριού από Τουρκία και Ρωσία και την ίδια στιγμή τα στάρια της Μεσσηνίας έμεναν απούλητα. Το γεγονός ότι παρ’ όλη την επανάσταση του σιδηροδρόμου επί Τρικούπη (1880) που έλυσε ως ένα βαθμό το πρόβλημα του κόστους των μεταφορικών των αγροτικών προϊόντων, τα πανηγύρια έμειναν και πλήθυναν με εθιμικό πλέον χαρακτήρα, παρά αυστηρά οικονομικό δείχνει ακριβώς τις βαθιές τους καταβολές.

Σήμερα όχι μόνο η ηπειρωτική αλλά και η νησιωτική χώρα Κρήτη, Λέσβος …Αλόννησος, Φολέγανδρος, Χίος, Νάξος, Νίσυρος, Πάρος, Σέριφος, Αμοργός, Αστυπάλαια, Νικαριά, Κάρπαθος, Κάτω Κουφονήσι, Κάσος, Κέρκυρα, Λευκάδα, Σύρος, Σίκινος, Τζια –παντού.

Στην Κρήτη, από την περίοδο των πρώτων Βυζαντινών Χρόνων, τις εκκλησιαστικές γιορτές τις ακολουθούσαν πανηγύρια. Γύρω στο 1546 ένας Γάλλος περιηγητής γράφει: «Ήσαν φορτωμένοι όπλα και δεν έπαυαν να χορεύουν έως τη νύχτα. Έτσι παράξενα ντυμένοι και φορτωμένοι με φαρέτρα με 150 περίπου βέλη, που την είχαν πίσω στη ράχη, και μ’ ένα τόξο καλά τεντωμένο κρεμασμένο στο μπράτσο τους και με μια σπάθα στο πλάι, χόρευαν, προσπαθώντας να κάμουν τα ωραιότερα και ψηλότερα πηδήματα». Στα πανηγύρια, πιστοί και μη τρώνε κρητικά όλοι μαζί, τραγουδούν, χορεύουν και γλεντάνε με το γνωστό «εξεζητημένο» για τους αμύητους τρόπο με μπαλωθιές και μαντινάδες –εκείνο το είδος της αυτοσχέδιας λαϊκής ποίησης σ’ ένα δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο δημώδες δίστιχο με αυτοτελές νόημα. αιώνες από την εποχή της Ενετοκρατίας και του Ερωτόκριτου πολλοί ρωτούν να μάθουν «είντα ’ναι οι μαντινάδες, τα πάθη σου και τση χαρές να λες με δυο αράδες».

Στην Κρήτη χορεύονταν και χορεύονται ο «σιγανός» αργός, περπατητός χορός, με τα χέρια πιασμένα από τους ώμους και όταν ο κύκλος των χορευτών μεγαλώνει, κουλουριάζεται με τη μορφή σπείρας ‑πολλοί λένε ότι αναπαριστά την έξοδο του Θησέα από το Λαβύρινθο, δικός τους «συρτός» που οδηγείται από έναν χορευτή επιδέξια και ζωηρά, με ποικίλους πολύπλοκους βηματισμούς, ο «πεντοζάλης» ‑περήφανος χορός των αρματωμένων πολεμιστών από τ’ αρχαία χρόνια, ο «μαλεβιζιώτης» σε δεκαέξι βήματα. Στα όργανα εκεί πρωτοστατεί η λύρα σε αχλαδοειδές σχήμα και έπονται λαούτο, βιολί, μαντολίνο, ασκομαντούρα ‑απόγονος του άσκαυλου (πνευστό)-, θιαμπόλι (ξύλινο πνευστό), νταούλι και, ειδικά τη σημερινή εποχή, η κιθάρα και το τουμπελέκι.



Στα πανηγύρια συναντά κανείς τις πραγματικές τοπικές καταβολές, αν και πολλά έχουν αλλάξει από τότε με την εμπορευματοποίηση των πάντων και το ξεπούλημα της παράδοσης και της ιστορίας μας από το αστικό κατεστημένο.

Ωστόσο ο πυρήνας του πανηγυριού παραμένει ως χαρά, διασκέδαση, κατάνυξη, ξεφάντωμα, αντάμωμα, επικοινωνία, ψυχαγωγία και κοινές μνήμες μέσο έκφρασης του λαϊκού πολιτισμού και της τοπικής κοινωνικής συνοχής –της ταξικής συναίνεσης όχι –θυμηθείτε το περίφημο «τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή, όπου οι ενδοατομικές αντιφάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις παρωθούν την εξέλιξη και οδηγούν το χωριό –κατ’ ευφημισμό πόλη αμετάκλητα προς το τέλος του.

Η διαβρωτική επίδραση του χρόνου σε συνδυασμό με τις δυνάμεις της «εξέλιξης», η «μοντέρνα» προσαρμογή, μας έφερε πλαστικά τραπεζοκαθίσµατα, σουβλάκια και µπύρες, ενώ ακούγονται τραγούδια τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την ιστορία, την παράδοση και την αισθητική ενός πανηγυριού … «Πρωταγωνιστές» το πλαστικό …νάιλον τραπεζομάντιλα, πλαστικά ποτήρια, μικροφωνικές εγκαταστάσεις οι οποίες παραποιούν και αλλοιώνουν κάθε νότα και κάθε ήχο… ηλεκτρική κιθάρα, αρμόνιο, ντραμς και γενικά κακοποίηση της μουσικής με εντάσεις των ενισχυτών και των ηχητικών εφέ στα 200dB και μαζί «ερμηνευτές»-ριες της κακιάς ώρας των οποίων οι «λαρυγγισμοί» απέχουν παρασάγγες και από τα χαμηλότερα αποδεκτά επίπεδα… Φυσικά τα έθιμα ‑κομμάτι της ζωντανής παράδοσης που συνεχώς εξελίσσεται δεν μένουν στάσιμα αλλά ακολουθούν την εξελικτική πορεία του κοινωνικού εποικοδομήματος και προσαρμόζονται στις αλλαγές με συνεχές χαμήλωμα του πήχη — είτε έτσι είτα αλλιώς συνεχίζοντας το ταξίδι τους στο «γύρισμα των κύκλων».

Τα Ηπειρώτικα τραγούδια και πανηγύρια

Γράφει ο Βαγγέλης Χ. Νάνος 

Το όνομα Ήπειρος προέρχεται από τη λέξη Άπειρος δηλαδή ατελείωτη. Πράγματι η Ήπειρος είναι μια μεγάλη περιφέρεια με αχανείς εκτάσεις, ψηλά βουνά, οξύαιχμους άγριους βράχους, βαθειά φαράγγια, απότομους γκρεμούς και σκοτεινές χαράδρες. Με θηριώδη πυκνή βλάστηση στα χαμηλά και αραιή στα ψηλά εκεί όπου ο βοριάς μαίνεται ζωηρός, ξηρός και επίμονος. Ποικιλία ήχων που αντιλαλούν ανάμεσα στα βουνά και τα λαγκάδια σπάνε τη μονοτονία του περιβάλλοντος καθώς συμπλέκονται μεταξύ τους με αυξομειούμενη ένταση  και διάρκεια. Βελάσματα και κουδουνίσματα αιγοπροβάτων, σφυρίγματα του αέρα και σφυρίγματα των βοσκών, κελαρύσματα από νερά που τρέχουν και παφλασμοί  από νερά που κατακρημνίζονται, γαυγίσματα τσοπανόσκυλων και ‑που και που, μελωδικοί ήχοι φλογέρας.

Όλοι αυτοί οι ήχοι με διαφορετικούς ρυθμούς και τόνους προσελκύουν την προσοχή, αποσπούν από τον εφησυχασμό, συναρπάζουν το πνεύμα, αιχμαλωτίζουν το νου και καταλαμβάνουν τη σκέψη. Η επιβίωση στην Ήπειρο είναι δύσκολη. Απαιτεί αγώνα, υπομονή, αντοχή, σκληραγώγηση και επαγρύπνηση. Ο σκληρός ηπειρώτικος τόπος δυναμώνει το σώμα, ατσαλώνει την ψυχή, κάνει ακατάβλητη τη θέληση και επίμονο τον χαρακτήρα, απελευθερώνει το πνεύμα ευαισθητοποιεί το συναίσθημα . Οι Ηπειρώτες είναι δεμένοι με το τοπίο και το περιβάλλον τους απ’ όπου δύσκολα μπορούν να αποδράσουν αν και περνούν μια ζωή λιτή.

Η μουσική κουλτούρα στην Ήπειρο παραμένει αναλλοίωτη και ανόθευτη  από τις ξένες επιρροές εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ακόμα και κατά τη μακροχρόνια περίοδο της Τουρκοκρατίας διατήρησε την καθαρότητά της προφανώς λόγω του δυσπρόσιτου και άγονου εδάφους της και λόγω του ανεξάρτητου και υπερήφανου χαρακτήρα των κατοίκων της. Η ζωή στα ορεινά της Ηπείρου κυλάει αργά και δύσκολα όπως δύσκολα ανεβαίνει κανείς τις απότομες πλαγιές και τις σκληρές ανηφοριές της. Για όσους όμως έχουν ανοιχτά τα μάτια, τα αυτιά και το νου, αυτά τα σκληρά τοπία αναπέμπουν τοπικούς ήχους και μια μουσική αρμονία που όχι μόνο βασανιστική δεν κάνουν τη ζωή αλλά το αντίθετο, την κάνουν απολαυστική και θελκτική.

Η τοπική μουσική και τα τραγούδια στην Ήπειρο έχουν μια αρχέγονη καθαρότητα, μια θεραπευτική δύναμη. Στα μακρινά, απομονωμένα χωριά της έχει καλλιεργηθεί και διατηρηθεί ένας ξεχωριστός ήχος, ένας μοναδικός ρυθμός. Εκεί ‑σ’ αυτά τα χωριά, οι κάτοικοι ζούνε σ ’ αυτό το ρυθμό, ζούνε με την παράδοση που αντιστέκεται σθεναρά στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, του μοντερνισμού και της εμπορευματοποίησης που τείνουν να ξεκόψουν την τοπική μουσική από τις ρίζες της. Οι Ηπειρώτικοι χοροί και τα τραγούδια συνήθως είναι αργά και μακρόσυρτα και ενώ μιλάνε για βάσανα, λύπες, καημούς και θανάτους είναι ανακουφιστικά και ψυχοθεραπευτικά. Όχι όμως για όλους αλλά γι’ αυτούς που ζούνε εκεί και έχουν νοιώσει στο πετσί τους τη μουσική αυτή αλλά και γι’ αυτούς που έχουν μυηθεί σ’ αυτή ντόπιους και ξένους. Αυτούς που κρατάνε ζωντανή την προφορική παράδοση και για τους οποίους η Ηπειρώτικη μουσική είναι πηγή ύψιστης ηδονής και ζωτικής ανάσας, ψυχικής ανάτασης, θεϊκή μουσική, πολιτιστικό διαμάντι με βαθιές ρίζες που φτάνουν ως τα βάθη των αιώνων.

Το 200 — 300 πΧ στην πόλη Τράλλεις της Μικράς Ασίας που ήταν κοντά στο Αϊδίνιο, ο Σείκιλος ‑ένας κάτοικος της περιοχής, έχασε τη γυναίκα του Ευτέρπη. Ο θάνατός της φαίνεται ότι συγκλόνισε τον Σείκιλο ο οποίος της αφιέρωσε ένα στίχο τραγουδιού τον οποίο έγραψε ο ίδιος. Πάνω στους στίχους αυτούς συνέθεσε μια μελωδία  την οποία με μια μουσική γραφή και μαζί με τους στίχους σκάλισε σε μια πέτρα την οποία τοποθέτησε πάνω στον τάφο της. Σαν επικεφαλίδα έγραψε τα εξής :


«Είμαι μια πέτρα μια εικόνα.
Με έβαλε εδώ ο Σείκιλος
σημάδι αιώνιας αγάπης και θύμησης»
(σσ. εικών η λίθος ειμί. τιθησι με Σείκιλος ένθα μνήμης
αθανάτου σήμα πολυχρόνιον)

Και συνέχιζε με το στίχο:
«Όσο ζεις να λάμπεις (δηλαδή να χαίρεσαι)
διόλου μη λυπάσαι
η ζωή κρατάει λίγο
και ο χρόνος απαιτεί την πληρωμή του»
(απαιτεί το τέλος, τελειώνει)


σσ. Στη μέση υπάρχουν οι στίχοι του τραγουδιού
μαζί με τα σύμβολα της μελωδίας, του λεγόμενου φρυγικού τύπου:
Όσον ζης φαίνου,
μηδέν όλως συ λύπου.
Προς ολίγον εστί το ζην,
το τέλος ο χρόνος απαιτεί


Η αναθηματική αυτή πέτρα ανακαλύφθηκε το 1883 και σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας. Όταν η μουσική γραφή της αποκρυπτογραφήθηκε, αποκαλύφθηκε ότι ήταν σχεδόν ίδια με την μουσική των μοιρολογιών που τραγουδιούνται και σήμερα στα ορεινά χωριά της Ηπείρου, τα Ζαγοροχώρια. Είναι η αρχαιότερη γραπτή μελωδία που έχει βρεθεί στον κόσμο .

Η απώλεια του θανάτου, η σοβαρότερη από όλες τις απώλειες καταλείπει απεριόριστη θλίψη επειδή κατά πρώτον σταματά διά παντός την οποιαδήποτε επαφή και επικοινωνία με το πρόσωπο που χάθηκε και κατά δεύτερο επειδή χωρίς τον απόντα πολλές φορές αλλάζει δραματικά η ζωή των οικείων του η οποία γίνεται θλιβερή, αβέβαιη και ενίοτε χωρίς ελπίδα. Μια πλημμυρίδα δυσάρεστων συναισθημάτων κατακλύζει την ψυχή αυτών που ξέμειναν πίσω οι οποίοι προσπαθούν να τα απαλύνουν με θρήνους, μουσική, τραγούδια και μοιρολόγια. Η προσπάθεια επούλωσης και θεραπείας του τραύματος του πένθους με τη μουσική είναι πανάρχαια. Η μουσική γεννήθηκε σχεδόν με τη γλώσσα του ανθρώπου. Η μουσική είναι ο αρμονικός ήχος που δημιουργήθηκε με ρυθμό που να αγγίζει το συναίσθημα του ανθρώπου.

Η γλώσσα έγινε για να μπορούν οι άνθρωποι να συνεννοηθούν, η μουσική για να εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Στην αρχαία Ελλάδα η μουσική χρησιμοποιούταν για τέσσερις λόγους.

Πρώτον ως μέσο τελετουργίας δηλαδή για τις τελετές που υμνούσαν τους θεούς, δεύτερο σαν διασκέδαση δηλαδή για την ευχάριστη φυγή από την δύσκολη πραγματικότητα , τρίτο ως θεραπευτικό μέσο και τέταρτο ως μέσο διαπαιδαγώγησης και μόρφωσης . Η μουσική μαζί με το χορό είχε στόχο την καλλιέργεια της ψυχής και την διατήρηση ή και αποκατάσταση της ψυχικής και σωματικής υγείας. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν έναν κύριο και δύο δευτερεύοντες θεούς για τη μουσική, τη διασκέδαση, τα γλέντια, τις πανηγύρεις και τις εορτές.

Ο Απόλλων ήταν θεός της μουσικής αλλά και του ήλιου, του φωτός και της ιατρικής. Χάριζε υγεία με τρεις τρόπους : με τη θεϊκή δύναμη , την ιατρική τέχνη (βότανα και χειροπρακτική) και τη Μουσική. Οι δευτερεύοντες θεοί ήταν ο Παν και ο Διόνυσος. Ο Παν ήταν ο Θεός του χορού αλλά και της φιληδονίας, του ερωτισμού, της τρέλας, της αταξίας, του χάους, της αναρχίας, όλων των ζώων και του πανικού (η λέξη προέρχεται απ’ το όνομά του όπως και η λέξη πανίδα). Ο Διόνυσος ήταν θεός του γλεντιού, του κρασιού, του παιγνιδιού, της έξαψης, της κραιπάλης και της βλάστησης. Ο Παν δρούσε και λειτουργούσε συνεχώς, παντού και πάντοτε ενώ ο Διόνυσος δρούσε προγραμματισμένα σε εορτές και πανηγύρεις κατ’ αραιά χρονικά διαστήματα.

Οι χριστιανοί προσπάθησαν να επιβάλουν κάποιους διαφορετικούς πιο συντηρητικούς κανόνες όπως εγκράτεια, αποχή, νηστεία, μετάνοια και αυστηρή τήρηση των ιερών νόμων και κανόνων. Η καθολική εκκλησία ήταν πιο αυστηρή, πιο δογματική, πιο άτεγκτη και λιγότερο ανεκτική. Η ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία φάνηκε πιο ευέλικτη και πιο ανεκτική ίσως επειδή δέχθηκε μεγάλη πίεση από τους Έλληνες οι οποίοι είχαν γαλουχηθεί επί αιώνες με τις εορτές, τα γλέντια, τις χαρές και τις πανηγύρεις. Έτσι επετράπηκαν ή αφομοιώθηκαν ορισμένες δοξασίες και στοιχεία από τους αρχαίους τρόπους εορτασμού κυρίως στα ορεινά της Ηπείρου. Τα  παλιά τελετουργικά έθιμα διατηρήθηκαν επειδή προσέφεραν μια παρηγοριά, μια ανακούφιση, μια ψυχολογική ανάταση.

Έτσι για παράδειγμα σε πολλά χωριά της Ελλάδας τον δεκαπενταύγουστο γιορτάζεται η κοίμηση και η ανάσταση της Παναγίας . Στην αρχαία Ελλάδα την ίδια ημερομηνία γιορτάζονταν τα γενέθλια της Αθηνάς η οποία ήταν παρθένος και θεά της σοφίας . Επίσης ο Χάρος (Χάρων στην αρχαία Ελλάδα) μεταφέρθηκε αυτούσιος στην Χριστιανική θρησκεία σαν αυτός που παίρνει τις ψυχές. Στην αρχαία Ελλάδα ο Χάρων πέρναγε τους προσφάτως αποθανόντες από τη μια όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη όπου ‑σύμφωνα με τη μυθολογία, βρισκόταν η πύλη εισόδου του Άδη. Και ο Άδης διατηρείται στη λαϊκή συνείδηση αν και αρχαίο δημιούργημα.

Ο Ασκληπιός μέγας γιατρός της αρχαιότητας που μετά τον θάνατό του θεοποιήθηκε, χρησιμοποιούσε τη μουσική σαν μέθοδο για την αφύπνιση της θεραπευτικής δύναμης της ψυχής η οποία στη συνέχεια επιδρούσε ιαματικά στην ψυχή και το σώμα. Με τη μουσική θεράπευε τις νευρώσεις και με τα βότανα και τις χειρουργικές επεμβάσεις τα τραύματα και τις κακώσεις. Στα Ομηρικά έπη καταγράφεται αυτό  που ανακαλύφθηκε από τους πρώτους ανθρώπους, ότι δηλαδή ο ήχος μπορεί να λειτουργήσει ως ψυχοθεραπευτικό μέσον. Κι έτσι δημιουργήθηκαν η προσευχή, η παράκληση, οι επωδές, οι ωδές, η θρηνωδία, το νανούρισμα, το μοιρολόϊ, το τραγούδι και όλες οι γαλήνιες μελωδίες που κατευνάζουν τη θλίψη, τα άγχη , τους φόβους, τη δυσθυμία. Ο Όμηρος περιγράφει άσματα για ηρωικές πράξεις και επικήδειες ωδές που συμπλέκονται μεταξύ τους. Αργότερα επικήδεια άσματα εκφράζουν και άλλες μορφές απώλειας, όπως για παράδειγμα απώλεια πόλεων: “πήραν τη πόλιν πήραν την, πήραν την Σαλονίκη…” ή την απώλεια λόγω ξενιτιάς ή ερωτικού χωρισμού κ.ά.  Οι περισσότεροι μελετητές της αρχαίας ιστορίας υποστηρίζουν ότι κανένας δυτικός πολιτισμός δεν είχε τόση μεγάλη εκτίμηση στη μουσική και τα άσματα όσο οι Αρχαίοι Έλληνες. Με μουσική και τραγούδια συνόδευαν κάθε κοινωνικό γεγονός όπως γέννηση, θάνατος, βάπτιση, γάμος, αποχωρισμός, χαρά, λύπη. Η κύρια όμως εφαρμογή της μουσικής ήταν η θεραπεία της λύπης, του φόβου και της κόπωσης ψυχής και σώματος. Ο μέγας φιλόσοφος Αριστοτέλης έλεγε ότι η μουσική είναι η γιατρειά του πόνου που προκαλεί ο κάματος. Ο Πλάτωνας πίστευε ότι η ακρόαση μιας καλής μουσικής οδηγεί σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Θεωρούσε επίσης ότι η μουσική έπρεπε να διδάσκεται στα παιδιά σαν κύριο μάθημα μαζί με τα μαθηματικά και την αστρονομία. Η μουσική ασκεί αντιφοβική δράση ακόμη και στα ζώα.

Τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί και  επιστημονικά ότι η μουσική αντιστρέφει τις ανατομικές και μορφολογικές βλάβες που προκαλούνται στον εγκέφαλο από την επίδραση του χρόνιου άγχους. Το άγχος και η κατάθλιψη μπορεί να προκαλέσουν εκφυλισμό των νευρώνων ενός σπουδαίου τμήματος του εγκεφάλου που ονομάζεται Ιππόκαμπος. Ο Ιππόκαμπος παίζει ρόλο στην αποθήκευση των συναισθημάτων και τον συνδυασμό τους με τις αναμνήσεις και τις γνωσιακές λειτουργίες. Επίσης συμμετέχει στη μεταφορά πληροφοριών από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη στη μακροπρόθεσμη καθώς και την πλοήγηση στο χώρο. Η μουσική όπως και η σωματική άσκηση ασκούν προστατευτική δράση στην ατροφία και τον εκφυλισμό του Ιπποκάμπου . Έχει ακόμα αναπλαστική δράση στις στρεσογόνες βλάβες. Η μουσική προκαλεί επίσης την έκκριση νευροορμονών όπως η ντοπαμίνη , η σεροτονίνη και οι ενδορφίνες οι οποίες προκαλούν ευεξία , χαρά, ευχαρίστηση και προώθηση της οξύνοιας και κρίσης.

Η μουσική προκαλεί τέλος μείωση της αυξημένης Αρτηριακής πίεσης, ελάττωση της ταχυκαρδίας και χαλάρωση του σπασμού του στομάχου και του εντέρου.

Στην αρχαία Ελλάδα η θρηνωδία θεωρούταν το κατ’ εξοχήν θεραπευτικό μέσον για τον πόνο των οικείων του ανθρώπου που είχε πεθάνει και είχε χαθεί για πάντα. Η σημερινή εξέλιξη της θρηνωδίας είναι το μοιρολόϊ. Επί αιώνες η βασική δομή των μοιρολογιών παρέμεινε αναλλοίωτη  και σε πολλά Ηπειρώτικα χωριά παραμένει η ίδια. Ο νεκρός  πρώτα πλένεται και αλλάζεται  με άκρατο σεβασμό και ευλάβεια. Ακολούθως τοποθετείται στη μέση ενός δωματίου όπου οι συγγενείς και φίλοι περνούν και τον αποχαιρετούν, ενώ οι στενοί συγγενείς τον μοιρολογούν. Με θρηνωδίες και μοιρολόγια γίνεται και ο ενταφιασμός.

Οι θρηνωδίες και τα μοιρολόγια στην Ήπειρο έχουν μετατραπεί σε τραγούδια που τραγουδιούνται και χορεύονται στα πανηγύρια, τις γιορτές και τις χαρούμενες στιγμές της ζωής.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής:

“Σήκω Μαριόλα μ’ από τη γης
κι από το μαύρο χώμα
Μαριώ, Μαριόλα μου
— Με τι ποδάρια η μαύρη να σηκωθώ
χεράκια ν’  ακουμπήσω
Μαριώ, Μαριόλα μου.
Κάνε τα χέρια σου τσαπιά τις απαλάμες φτυάρια
Ψυχή καρδούλα μου…”




Το μοιρολόϊ αυτό αναφέρεται σε πραγματικό περιστατικό όπου ο άντρας μετά από χρόνια ξενιτιάς για δουλειά επιστρέφει και μαθαίνει ότι η γυναίκα του έχει πεθάνει προ πολλού .

Μία μάνα αντικρίζει το γυιό της  νεκρό στο χώμα μετά από μια σκληρή μάχη με τον εχθρό και συνθέτει το παρακάτω μοιρολόϊ που έγινε αργότερα τραγούδι:

“Για σήκω απάνω Γιάννο μου και μη βαριοκοιμάσαι,
βρέχει ο ουρανός Γιάννο μ’ και θα  βραχείς,
χιονίζει θα κρυώσεις ,
θα σου βραχούνε Γιάννο μ’ τ’ άρματα
και τ’ ασημένιο Γιάννο μ’ το σπαθί
και  τα χρυσά κουμπιά σου…”




Με τέτοια μοιρολόγια- τραγούδια ξεκινάνε τα πανηγύρια στην Ήπειρο. Με τ’ αργόσυρτα αυτά τραγούδια δίνεται χρόνος στους μετέχοντες να φέρουν στη μνήμη τους αυτούς που έφυγαν απ’ τη ζωή, αυτούς που έφυγαν στα ξένα, αυτούς που λείπουν γενικώς.

Στο Ηπειρώτικο πανηγύρι σαν να συμμετέχουν κι οι πεθαμένοι. Ανάλογα μοιρολόγια απαντώνται σε πολλά μέρη της Ελλάδας κυρίως στη Μάνη και αλλού. Το 1917 ήταν η χρονιά του διχασμού σε «κράτος των Αθηνών» υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο ‑που ήταν και ο κύριος υπεύθυνος- και το «κράτος της Θεσσαλονίκης» υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η κυβέρνηση Βενιζέλου έστειλε στη Νάξο ένα ατμόπλοιο για να στρατολογήσει άνδρες για τη δημιουργία ισχυρού εθνικού στρατού. Όλο το νησί δήλωσε ότι θα υπακούσει εκτός από τα χωριά Μονής και Απειράνθου. Στην Απείρανθο, ένα απομονωμένο ορεινό χωριό όπου διατηρούνται πολλές αρχαίες παραδόσεις, οι κάτοικοι δήλωσαν  φιλοβασιλικοί και ότι αρνούνται να υπακούσουν στις εντολές του Βενιζέλου. Εναντίον της Απειράνθου στάλθηκε τότε ένα στρατιωτικό απόσπασμα  για να επαναφέρει τους Απερανθίτες στην τάξη. Έγινε πραγματική μάχη καθώς οι κάτοικοι αντιστάθηκαν με γκράδες και κυνηγετικά όπλα. Τελικά μετά ολιγοήμερο αγώνα, στις αρχές Ιανουαρίου 1917 το χωριό καταλήφθηκε. Αποτέλεσμα , 32 νεκροί και 42 τραυματίες Απερανθίτες.


Ιστορικό έχει μείνει το μοιρολόϊ μιας χαροκαμένης από τη μάχη , μάνας Απερανθίτισας που έχει ως εξής:

“Ανάθεμα τσοι άνομοι,
τσοι λυσσασμένοι σκύλοι πού ‘ρθασι
να σκοτώσουνε το γιο μου το Βασίλη.
Σαν που σ ’ αδικοσκότωσαν ν’
ν’ αδικοσκοτωθούνε
και να τσ’ αναξερνά η γης στο χώμα να μη λειώσου
κι από την άχνη πού βγαλε
το  αίμα σου Βασίλη
κατακλυσμός να ‘εννηθεί
και να πνιγούν οι σκύλοι “.

Η οργή εκφρασμένη με  τη μουσικότητα του μοιρολογιού δρουν ως εκτονωτικά της μεγάλης θλίψης της μάνας.
Στα Ηπειρώτικα πανηγύρια  μετά τα τραγούδια- μοιρολόγια συνήθως ακολουθεί ο Σκάρος. Σκάρος στη Ηπειρώτικη διάλεκτο είναι ο χρόνος έναρξης της βοσκής του κοπαδιού, ο χρόνος που  τα γιδοπρόβατα βγαίνουν σιγά-σιγά από τη στάνη,  απ’ το μαντρί προς ανεύρεση τροφής. Ο Σκάρος είναι ένας αργόσυρτος, ορχηστρικός, μελωδικός σκοπός.

Ιστορικά σχετίζεται με την προσπάθεια ελέγχου των κοπαδιών όταν αυτά ήταν σε ημιάγρια κατάσταση κατά την προϊστορική περίοδο τότε που  τροφοσυλλέκτες  άνθρωποι τα καλούσαν με σφυρίγματα και ήπιες μελωδικές φωνές. Ήταν η ζωντανή επικοινωνία ανθρώπου και ζώου καθώς και τα ζώα ανταποκρίνονταν με βελάσματα.

Μετά το σκάρο ακολουθεί μουσική με ποικίλους ήχους, σκοπούς και στίχους ένα μωσαϊκό απο χαρές , καημούς , νοσταλγία, καθημερινά βάσανα και εκτόνωση. Ήχοι από την απλή ζωή χρωματισμένη με τα συναισθήματα της δουλειάς, της αγωνίας και των αγώνων, της αισιοδοξίας αλλά και της κόπωσης.

” Τι να σου κάνω Χάϊδω μ’ γέρασα,
εγώ ο μαύρος γέρασα κι εσύ θέλεις παιγνίδια…”



Και τραγούδια του έρωτα και της αγάπης όπως το πανέμορφο:
“…
Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες,
τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε
ξύπνα αγάπη μου
ξύπνα αγκάλιασε κορμί –κυπαρισένιο
ξύπνα φίλησε  ματάκια
βελουδένια κι άσπρονε λαιμό…”'



Τραγούδια που χαλαρώνουν, ημερώνουν,  γαληνεύουν, παρηγορούν, θεραπεύουν και τραγούδια που ξεσηκώνουν, σκορπούν αισιοδοξία, εκτόνωση και δύναμη. Στα χωριά του Πωγωνίου Ιωαννίνων που βρίσκονται στα βορειοδυτικά του νομού τραγουδιέται και χορεύεται ο ομώνυμος χορός. Είναι χορός κυκλικός, απαλός, ήπιος, στρωτός, με ήρεμες μελωδίες που διακόπτονται από κοφτές νότες και βαθειές κραυγές ανακούφισης και στον οποίο συμμετέχουν όλοι σχεδόν οι πανηγυριώτες. Η καθολική συμμετοχή  είναι χαρακτηριστικό των Ηπειρώτικων πανηγυριών. Έναν χορό σ’ ένα  τέτοιο αυθεντικό πανηγύρι περιγράφει θαυμάσια ο Ηπειρώτης ποιητής Κώστας Κρυστάλλης:

« …Τα τραγούδια ήταν όλα τραγούδια της ζωής, του χωραφιού, του καλυβιού, της δουλειάς, και της αγάπης και κάπου — κάπου και κανένα της ξενιτιάς. Μα ο χορός τους ακόμα δεν ήταν ο πολύδιπλος και ζωηρός χορός απώβλεπα στα χωριά των βουνών. Συρτός, ολόστρωτος, γαληνότατος, χορός παρόμοιος με πλεούμενη αρμάδα, βαρκούλες οπού οι ναύτες με τα κουπιά τις σπρώχνουν μπροστά και τις γυρίζουν πίσω.  Τρεις χιλιάδες και πλειότεροι οι πανηγυριστάδες. Έλεγες ότι είχαν σηκωθεί από τους τάφους τους οι παλιοί κάτοικοι αυτής της ξακουσμένης πολιτείας των Μολοσσών»…

(Κώστας Κρυστάλλης, διήγημα, Το πανηγύρι της Καστρίτσας, 1894).

Τα τραγούδια των Ηπειρώτικων πανηγυριών  μιλάνε  συχνά και για την παλικαριά, τη δύναμη, τη ρώμη και τη λεβεντιά. Όπως για παράδειγμα το τραγούδι που αναφέρεται στον θάνατο του ήρωα των προεπαναστατικών χρόνων του 1821 Κατσαντώνη (1775–1809)  ο οποίος έδρασε στα Τζουμέρκα, τα Άγραφα και στο Βάλτο :

«…
Και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα παλληκαριών λημέρια
γεια σου Κατσαντώνη μου…»

Την εποχή της Τουρκοκρατίας γύρω στο 1880 στη Νότια Αλβανία (Βόρεια Ήπειρο)  ζούσε ένας διαβόητος Αλβανός κλέφτης ο οποίος δρώντας θαρραλέα και εξακολουθητικά κατά των Τούρκων είχε διαμορφώσει εικόνα λαϊκού ήρωα. Το όνομά του ήταν Οσμάν Ντάκας.

Κάποια στιγμή ο Οσμάν Ντάκας συνελήφθη από τους Τούρκους. Με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκε σε θάνατο και οδηγήθηκε στην πλατεία του χωριού προκειμένου να εκτελεσθεί δι’ απαγχονισμού. Εκεί ρωτήθηκε αν είχε καμιά τελευταία επιθυμία . Εκείνος είπε ότι θα ήθελε να χορέψει ένα χορό. Πράγματι κλήθηκε η τοπική κομπανία και ο Οσμάν Ντάκας χόρεψε ένα λεβέντικο, πραγματικά συγκλονιστικό χορό. Ήταν τέτοια η χορευτική του δεινότητα, η έκφραση και η  χάρη των κινήσεών του που εντυπωσιάστηκαν και οι Τούρκοι και του χάρισαν τη ζωή και την ελευθερία του. Ο Οσμάν Ντάκας έγινε θρύλος, έγινε τραγούδι, έγινε χορός που χορεύεται και σήμερα στα Ηπειρώτικα πανηγύρια. Σε πολλά μέρη το όνομά του έχει παραλλαχθεί και έγινε Σαμαντάκας ενώ σε μερικά παρέμεινε όπως ήταν, Οσμάν Ντάκας.

” Αχ  μωρ’ Σαμαντάκα τη λεβεντιά σου νάχα
τη λεβεντιά σου νάχα γεια σου
Σαμαντάκα
Ξύπνα Σαμαντάκα και φόρα τα τσαρούχια
στρίψε τη μουστάκα γεια σου Σαμαντάκα…”

Στην Ήπειρο ο χορός και το τραγούδι είναι μια συλλογική πράξη θύμησης, εξομολόγησης, λεβεντιάς και λαϊκής σοφίας. Μια ανασκαφή στην αφετηρία,  την καταγωγή και την ωρίμανση της ζωής και των συναισθημάτων που είναι βαθειά ριζωμένα στην ιστορική συνείδηση του λαού της Ηπείρου και που εκτείνεται από την Αιτωλοακαρνανία μέχρι τη Νότια Αλβανία.
Όμως, όπως προείπαμε, γίνεται κατανοητός σχεδόν μόνο από τους μυημένους , όσους έχουν διεισδύσει στους μύθους,τις δοξασίες,τους θρύλους και τον απλό αλλά ουσιαστικό  τρόπο ζωής των Ηπειρωτών. Προσέξτε ένα απλό φιλοσοφημένο στίχο τραγουδιού:

” Ποιος πλούσιος απέθανε
και πήρε βιός μαζί του
πήρε τρεις πήχες σάβανο
και τύλιξ΄ το κορμί του…”




Τα τελευταία όμως χρόνια ο αγνός, καθάριος, απαλός ήχος  νοθεύεται συστηματικά από εκκωφαντικούς ήχους που παράγονται από θηριώδεις ενισχυτές με την ένταση  στη διαπασών η οποία αλλοιώνει το σκοπό και κάνει ακατανόητα τα λόγια και τα νοήματα. Επί πλέον “νέα” τραγούδια με γλωσσικούς βαρβαρισμούς ή λόγια ξένα προς την ηπειρώτικη κουλτούρα και μουσικές φόρμες κακέκτυπα αντίγραφα δημοτικής μουσικής αναμεμιγμένες με κακόηχους ξενόφερτους ρυθμούς παρεισφρέουν στα τραγούδια των Ηπειρώτικων πανηγυριών σκοτώνοντας το νόημα και το πνεύμα της αγνής, αρχέγονης μουσικής και καταλύοντας τη μαγεία της γαλήνιας ακρόασης και των πλουσίων συναισθημάτων.  Με τα ισχυρά μέσα διάδοσης, ίντερνετ, τηλεόραση, διαφήμιση απλώνονται σαν λαίλαπα απειλώντας ευθέως με εξοβελισμό το καθαρό Ηπειρώτικο τραγούδι. Εξαιρέσεις ευτυχώς υπάρχουν ακόμα σε μερικά απομονωμένα χωριά της Ηπείρου όπου οι διατηρημένοι  με ευλάβεια παραδοσιακοί ήχοι κρατούν ζωντανό το αρχαίο καθάριο Ηπειρώτικο τραγούδι με την αγνή μουσική και τον σοφό λόγο. Και όπου το πανηγύρι μπορεί να σε πάρει από την απάθεια, την απαισιοδοξία, τη στενοχώρια τη θλίψη και την απόγνωση και να σε ταξιδέψει ως  την ανακούφιση ‚τη χαρά, τη γαλήνη και το ξεφάντωμα.





Η Λαογράφος-Εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου μιλά για τα διάφορα είδη των ελληνικών λαϊκών πανηγυριών και για τους κοινωνικούς, θρησκευτικούς και εθνικούς σκοπούς που υπηρετούν διαχρονικά στα πλαίσια της ελληνικής παράδοσης. Εικόνες από παραδοσιακούς χορούς, αθλητικούς αγώνες, θρησκευτικές τελετές και μουσικά γλέντια κατά τη διάρκεια πανηγυριών. Ο Μουσικολόγος Νίκος Ανεμοδουριώτης αναφέρεται στις ρίζες και τα ακούσματα της δημοτικής μουσικής που παίζονται στα πανηγύρια

Τέλος, ο ΛΑΚΗΣ ΧΑΛΚΙΑΣ φέρνει στη μνήμη του εικόνες από παραδοσιακά πανηγύρια στα οποία έχει συμμετάσχει από μικρή ηλικία ως οργανοπαίκτης και ερμηνεύει δημοτικά άσματα.




Ο Βαγγέλης Νάνος είναι κάτι σαν αδερφός: γνωριστήκαμε πριν 45+χρόνια και πορευτήκαμε πότε πλάι-πλάι και πότε σε παράλληλη τροχιά (ή στις λεγόμενες ασύμβατες ευθείες για όσους θυμούνται τη στερεομετρία, που είναι μια άλλη “ασυμπτωτική” παραλληλία).

Αν με βάση τα όσα γράφτηκαν παραπάνω θεωρήσετε πως είναι κάτι σαν Σίμων Καράς κάνετε λάθος –καμιά σχέση: τυπικά γενικός χειρουργός με υψηλή ειδίκευση, ήταν πάντα «μέσα σ’ όλα», με κοινωνική άποψη για την καθημερινότητα, τους ανθρώπους της διπλανής και παραδιπλανής πόρτας, για την επιστήμη και γενικώς …

Ηπειρώτης (γεννήθηκε στην Άρτα –στις Σελλάδες –δίπλα στο Κομπότι) όπου τέλειωσε και τη μέση εκπαίδευση και στη συνέχεια Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης …ειδικότητα στον Ευαγγελισμό, πάει Αμερική και φέρνει τη λαπαροσκόπηση στην Ελλάδα, γίνεται διευθυντής Κλινικής 401, μετά μετεκπαίδευση (ΗΠΑ+Γαλλία) κλπ

Πηγή:
https://iivenceremos2014.blogspot.com/
https://atexnos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου