Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΚΑΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Έθιμα με ρίζες στην αρχαιότητα, παραδόσεις με αναφορές στην μακρά ιστορία και τις συνήθειες των ανθρώπων αυτού του τόπου, μια διαρκής αναζήτηση για συναπάντημα και ξεφάντωμα. Όλα μαζί, για να καλύψουν την ανάγκη των ανθρώπων να ψυχαγωγηθούν, με τρόπους διαφορετικούς και σίγουρα διασκεδαστικούς.

 Και η Αποκριά είναι μια ευκαιρία για όλους να νιώσουν καλύτερα, να μοιραστούν, να ξεχάσουν, να ονειρευτούν. Κάθε τόπος και οι άνθρωποί του, με τον δικό τους τρόπο, αλλά πάντα με τον ίδιο στόχο. Την χαρά και το μοίρασμά της, το γλέντι, την ξενοιασιά, την ανεμελιά μα και μια επίμονη- σχεδόν εμμονική- πεποίθηση ότι ακόμη και στα δύσκολα, τούτοι οι άνθρωποι σε αυτή τη γωνιά της γης δεν παραιτούνται, δεν το βάζουν κάτω και σίγουρα δεν είναι μονάχοι.

 Όλη η Ελλάδα γιορτάζει αυτές τις μέρες. Από τη βασίλισσα του Καρναβαλιού Πάτρα, το Ρέθυμνο, την Ξάνθη, όλες τις πόλεις και τα χωριά της χώρας οι άνθρωποί τους προσθέτουν το δικό τους χρώμα, σε αυτό τον πολύχρωμο καμβά που συνθέτει την Αποκριά.

 Οι «Τζαμάλες» στην Ήπειρο, το «Μπουρανί» στον Τύρναβο, η «Γκαμήλα», στα Χανιά η «Πετεγολέτσα» στην Κέρκυρα, οι «Γάμοι» στη Ζάκυνθο και τη Ρόδο και πολλά άλλα έθιμα που αυτές τις μέρες αναβιώνουν προσφέροντας χαρά και κέφι σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.

ΙΩΑΝΝΙΝΑ : ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΤΖΑΜΑΛΑΣ 





Το έθιμο της «Τζαμάλας», έρχεται από το βάθος των αιώνων, ενώ σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση, στηρίζεται στην αρχέγονη πίστη της δύναμης της φωτιάς που διώχνει το κακό

Με το έθιμο της «Τζαμάλας», της μεγάλης φωτιάς που θα ανάψει το βράδυ σε κάθε γειτονιά, κορυφώνεται το αποκριάτικο ξεφάντωμα στα Ιωάννινα που θα κρατήσει μέχρι το πρωί της Καθαρής Δευτέρας.Στην πλατεία της κάθε συνοικίας, μέσα σε έναν κύκλο από ψιλή άμμο, έχουν τοποθετηθεί κορμοί δένδρων και προσανάμματα, για την φωτιά που θα ανάψει μόλις πέσει το σκοτάδι. Γύρω από τις φλόγες οι Γιαννιώτες και οι επισκέπτες, θα χορέψουν, θα τραγουδήσουν ενώ θα υπάρχουν άφθονα κεράσματα, αλλά και η ζεστή φασολάδα.Πρόκειται για μια ιεροτελεστία εξαγνισμού, η οποία ανάλογα με τις καταστάσεις της κάθε εποχής, αποκτά και συμβολισμό. 



Μέχρι το 1913 οπότε απελευθερώθηκαν από το Τουρκικό ζυγό τα Ιωάννινα, η φωτιά που σιγόκαιγε στις γειτονιές, εξέφραζε την επιθυμία των σκλαβωμένων για λευτεριά. Μάλιστα, για την τέλεση του εθίμου, έπρεπε να δοθεί ειδική άδεια από την Τουρκική διοίκηση της πόλης.

Το έθιμο στηρίζει ο Δήμος των Ιωαννιτών, ο οποίος σε συνεργασία με τους συλλόγους της κάθε γειτονιάς αναλαμβάνει κάθε χρόνο την τροφοδοσία σε ξύλα και κρασί.Η προετοιμασία ξεκινάει 3 μέρες νωρίτερα ώστε στην κάθε συνοικία να φτάσουν τα ξύλα και να διαμορφωθεί κατάλληλα ο χώρος για το μεγάλο Αποκριάτικο ξεφάντωμα.

  Εκτός από τα κοινά  γλέντια στα διάφορα σπίτια, γινόντουσαν οι   «Φωτιές», ή τζιαμάλες όπου οι συγκεντρωμένοι έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν, παρ΄ όλο το χειμωνιάτικο κρύο. Νέοι, κορίτσια και αγόρια ελαφρά μασκαρεμένα, μαζεύονταν και χόρευαν, ενώ οι ηλικιωμένοι γύρω από μια μεγάλη φωτιά, συμμετείχαν συζητώντας, παρακολουθώντας τους νιούς ή καμαρώνοντας τους δικούς τους.  

Σύμφωνα με  το εύθυμο αποκριάτικο πνεύμα τραγουδούσαν και χόρευαν και χορούς με σατυρικούς στίχους εκτός από τους άλλους. 

Όπως: 

«Στης ακρίβειας τον καιρό  επαντρεύτηκα κι εγώ. Ώχ και πήρα μια γυναίκα πώτρωγε για πέντε δέκα,και την πρώτη τη βραδιά έφαγε πέντε-έξι αυγά, και τη δεύτερη βραδιά προβατίνα με έξι αρνιά, και το τρίτο της το βράδυ, έφαγε ένα γελάδι.» 

“Όταν ήμουνα μπεκιάρης έτρωγα κριγιά κι διάρες.Φόντας επαντρεύτηκα όλα τα στειρεύτηκα. Έκανα ένα παιδί κι έτρωγα χλωρό τυρί. Όταν έκανα δυο τρία έτρωγα μπομπότα κρύα κι όταν έκανα πεντέξι ζάρκα ήταν όλα μπλέτσι, κι όταν έκανα δεκάρι ζάρκος βγήκα στο παζάρι.” 

Επίσης  “Μια καλή νοικοκυρά τάντρός της βράζει τραχανά, του φίλου της τυρί κι αυγά. Τάντρός της στρώνει στρώματα πέντε γομαροτόμαρα του βάνει και προσκέφαλο ενα γομαροκέφαλο. Του φίλου στρώνει στρώματα πέντε βαμπακοστρώματα του βάνει και προσκέφαλο ενα βαμπακοκέφαλο. κ.τ.λ”

 «Πως  χορεύουν  τα παιδιά ρίχνουνται σαν τα τραγιά. Πως  χορεύους οι γριές ρίχνουνται σαν κοπριές..»

Τα έθιμα της Αποκριάς στην Άρτα


Τα έθιμα της αποκριάς είναι πάρα πολύ παλιά και ανάγονται στην εποχή που Δεσπότης της Άρτας ήταν ο Κάρολος Α, ο Τόκος...

 Απόκριες στην Πλατεία Μονοπωλίου το 1961

...Ο Κάρολος, επειδή νοστάλγησε την πατρίδα του, θέλησε να γιορτάσει στην Άρτα το παραδοσιακό καρναβάλι. Σκέφτηκε τις παραμονές του 1407 να προσκαλέσει κόσμο για να γιορτάσει το καρναβάλι στο αρχοντικό του. Κάλεσε τους αξιωματούχους, τους κτηματίες και τους γιατρούς, που ξεφάντωσαν μασκαρεμένοι μέχρι το πρωί. Αυτό το γεγονός εντυπωσίασε την τοπική κοινωνία και ζήτησε από τον Κάρολο να τους δώσει την άδεια να γιορτάζουν την αποκριά και να ντύνονται, με προσωπίδα, γιατροί. Ο γιατρός είναι μια φιγούρα της Commedia del Arte και έρχεται από τηΒενετία. Μετά τις δύο επιδημίες πανώλης που έπληξαν την πόλη οι γιατροί συνήθιζαν να φοράνε μάσκες για να μην κολλήσουν. Έτσι μπήκε στο Καρναβάλι ο dotore di morto γιατρός του θανάτου.

Τα επόμενα χρόνια γίνονταν χαλασμός και πανζουρλισμός από τους μεταμφιεσμένους με προσωπίδα γιατρούς που χαρούμενοι τραγουδούσαν:

“Θα γίνουμε γιατρούδες θα γίνουμε γιατροί

την Καθαρή Δευτέρα θα φάμε πιταστή”

Οι ευτυχισμένες όμως μέρες τελείωσαν με το θάνατο του Καρόλου και τηνάλωση της Άρτας το 1449 από τους Τούρκους. Τότε με πρωτοβουλία των κατοίκων έστειλαν τον Δημήτρη Χαϊκάλη στην Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον αντιπρόσωπο του Σουλτάνου. Αυτός δέχτηκε το αίτημα του λαού να γιορτάζονται οι απόκριες στην Άρτα, να ντύνονται οι κάτοικοι γιατροί και να γλεντάνε. Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος της σκλαβιάς οι κάτοικοι σκαρφίζονται νέα στιχάκια με υπονοούμενα για τους Τούρκους κατακτητές.

Δεν τους γ…. τη μάνα, των κερατάδωνε,

θέλουν να μας βαρέσουν και πάλι σκιάζονται

Από το 1600,άλλοι λένε ίσως και αργότερα, άρχισαν να παίζουν τονΠανάρατο , που είναι λαϊκή διασκευή της Ερωφίλης του Χορτάτζη. Αυτό το έθιμο ήρθε από την Ζάκυνθο και έχει ρίζες από την Βενετία. Τα μέλη του θιάσου ήταν περίπου είκοσι. Κύρια πρόσωπα ήταν ο βασιλιάς, ο χάρος, η βασιλοπούλα, ένας ή δυο σαλπιγκταί και πέντε αξιωματικοί.

 

Παραπέμπω λίγους διαλόγους από το έργο

Βασιλιάς: Πανάρατε …παιδί μου , έλα εμπρός μου να σου πω, δυο λόγια να σου κρίνω.

Πανάρατος: Τους ορισμούς Σας γροίκησα της υψηλότητός Σας, ήθελα μάθω βασιλιά ποιο ειν’ το προσταγμά σας.

Βασιλιάς: Θέλω να πεις στη κόρη μου την πολυαγαπημένη… να της πεις να παντρευτεί θα κάνουμε τους γάμους…

 

Τα χρόνια περνάνε. Η Άρτα απελευθερώνεται από τους Τούρκους το 1881. Οι κάτοικοι, ελεύθεροι πια, θέλουν να γιορτάσουν να γλεντήσουν και να μασκαρευτούν. Με την αρχή του τριωδίου η πόλη ξεσηκώνεται από τα όργανα. Τα μαγειριά γεμίζουν από παρέες. Όλοι πίνουν ντόπιο μαύρο κρασί, ούζο και τσίπουρο. Την Τσικνοπέμπτη οι μανάδες τσίκνιζαν τα τσουκάλιακαι μουτζουρώνονταν για το καλό του χρόνου. Οι λεγόμενες «μπούλες » οι μεταμφιεσμένες παρέες έμπαιναν στις ταβέρνες και στα καφενεία δημιουργώντας θόρυβο και πειράζοντας τους άλλους θαμώνες.

«Αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί

Εγώ θα σε γανώσω κι ας πάω φυλακή»

Μια άλλη επινόηση ήταν η Γκαμήλα ένα σκελετωμένο κεφάλι αλόγου δεμένο σε ένα πάσσαλο, μια τάβλα, που την στήριζαν σε μια κουβέρτα και για να μη φαίνεται η άκρη του ξύλου τη στόλιζαν με αλογίσια ουρά. ΟΓκαμηλιέρης φορούσε μια προβιά στο κεφάλι και έφερνε βόλτα τις γειτονιές.

Την ίδια μέρα έβγαινε και η αρκούδα που ήταν κάποιος που είχε μεταμφιεστεί. Ο αρκουδιάρης χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα έκανε πως θέλει να τον φάει.

 Το Σάββατο της αποκριάς και το Σάββατο της τυρινής έβγαινε το Αρτινό γαϊτανάκι και έρχονταν και τα άλλα γαϊτανάκια από τα γύρω χωριά, με τα βιολιά. Οι άντρες ήταν ντυμένοι με φουστανέλα και φέσι. Τα μισά παιδιά ήταν ντυμένα με φουστανέλες και τα λέγανε γενίτσαρους και τα υπόλοιπα με γυναικεία φορέματα και τα λέγανε νύφες. Το γαϊτανάκι ήταν ένα ξύλο που στην κορυφή του είχε χρωματιστές κορδέλες. Σαν βράδιαζε , το γαϊτανάκι έμπαινε στην μπάντα σε κάποια γωνιά του καφενείου κι εκεί οι κάτοικοι γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Έβλεπες στα πρόσωπα των Αρτινών το γέλιο και τη χαρά. Οι απόκριες είχαν γλέντι και τραγούδι. Σε όποιο σπίτι και να περνούσες τα βράδια θα αισθανόσουν το ξεφάντωμα εκείνων των ημερών.


Στο διάστημα 1906-1910 έκαναν την εμφάνιση τα αποκριάτικα άρματα γνωστά ως αρτινά κομιτάτα. Η πιο σπουδαία όμως εμφάνιση αρμάτων έγινε το 1924 στην πόλη με την συνεργασία του Συλλόγου «Σκουφάς», της δημοτικής αρχής αλλά και των τοπικών σωματείων. Όλοι οι Αρτινοί ήταν επί ποδός. Τραγουδούσαν πετούσαν σερπαντίνες, κομφετί. Τα παιδιά είχανε ροκάνες, φούσκες και τρομπέτες. Μια άλλη αξέχαστη αποκριά ήταν το 1930 όταν εμφανίστηκε το «Πανόραμα». Ήταν ένα φορτηγό, που το είχαν ντύσει έτσι ώστε να μοιάζει με άρμα και επάνω του ήταν μεταμφιεσμένοι που τραγουδούσαν:

Ελάτε να δείτε το Πανόραμα

Για μια φορά στα σοβαρά

Να δείτε όλων τις καρικατούρες

Των πολιτικών κι άλλα πολλά…

 Είναι αλήθεια πως οι παλαιοί Αρτινοί τις μέρες της αποκριάς έδιναν μια χαρούμενη ατμόσφαιρα με ζωντανά τραγούδια και στιχάκια. Μερικά από τα στιχάκια και τα τραγούδια είναι:

Αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί

Εγώ θα σε φιλήσω κι ας πάω φυλακή.

-Ράκια, ράκια, ράκια,

Μας πήρανε τον τέντζερη

Μαζί με τα γιαπράκια.

 Οι εκδηλώσεις της αποκριάς σταμάτησαν με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ξανάρχισαν δειλά, δειλά το 1953. ¨Όμως τα πράγματα και οι καταστάσεις δεν ήταν όπως παλιά. Η Ελλάδα προερχόταν από την εμφύλια διαμάχη και ο λαός έμοιαζε σαν να είναι μαζεμένος. Οι αποκριές εξακολούθησαν και τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι σήμερα, να είναι περίοδος γλεντιού και ξεφαντώματος. Οι Αρτινοί διατήρησαν πολλά από αυτά τα έθιμα. Με στυλοβάτες τους Συλλόγους «Σκουφάς», «Μακρυγιάννης», τις Γυναίκες της Άρτας (που διοργανώνουν το καρναβάλι Γυναικών, τη δεύτερη Τετάρτη της αποκριάς) αλλά και άλλους τοπικούς συλλόγους, κατάφεραν κάθε χρόνο να γλεντούν, διατηρώντας τα έθιμα. Με το γαϊτανάκι τον Πανάρετο τα στιχάκια αλλά και χορεύοντας τα παραδοσιακά τραγούδια αποτελούν ένα πόλο αντίστασης στην λαίλαπα του μοντερνισμού.

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ


Στην Πρέβεζα κάθε χρόνο την Τσικνοπέμπτη οργανώνεται μια ξεχωριστή παρέλαση, με την παραδοσιακή παρέλαση του Καρνάβαλου να αποτελείται μόνο από μεταμφιεσμένες γυναίκες και άρματα με σατυρικά και μη θέματα. Είναι ένα έθιμο δεκαετιών και διοργανώνεται κάθε χρόνο με σκοπό τη διατήρηση και αναβίωση των τοπικών εθίμων. Την περίοδο της αποκριάς στην Πρέβεζα διοργανώνονται επίσης τα γνωστά ως Λαϊκά Πανηγύρια. Σε κάθε γειτονιά ανάβουν οι αποκριάτικες φωτιές και την Καθαρά Δευτέρα γιορτάζουν όλοι μαζί τα κούλουμα στην περιοχή του Αγ. Γεωργίου με τη συμμετοχή μουσικών συγκροτημάτων.


Έθιμα των Αποκριών (Aποκριάτικο έθιμο που το συναντάμε στην περιοχή του Φαναρίου-Πάργας)


Οι Απόκριες είναι μία εορταστική περίοδος ξεφαντώματος, που ξεκινά από πολύ παλιά και έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα. Συνδέεται µε την λατρεία του ∆ιονύσου, θεού του κρασιού και των εορτασµών. Η αγγλική λέξη «carnival» προέρχεται από το λατινικό «carnem levare» ή «carnis levamen», που σηµαίνει «διακοπή της βρώσης κρέατος.

 Αυτή η δηµοφιλής παράδοση προέρχεται από τις παγανιστικές τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων και τις γιορτές προς τιµή του ∆ιονύσου, θεού του κρασιού και της ευθυµίας. Οι άνθρωποι µεταµφιέζονταν σε σατύρους ή φορούσαν µάσκες και ξεχύνονταν στους δρόµους  και στις γειτονιές συµπεριφερόµενοι «προκλητικά» µε τολµηρές φράσεις και πράξεις. Αυτό εξυπηρετούσε το σκοπό να επιτρέπεται να εκφράζονται ελεύθερα ερωτικές σκέψεις ενώ έκρυβαν την αληθινή τους ταυτότητα πίσω από τις µάσκες.

Ένα από τα πολλά ελληνικά αποκριάτικα έθιμα  που έχει την ιστορική του αξία είναι και ο χορός:

«Πώς το τρίβουν το πιπέρι»


Πρόκειται για ένα  κλέφτικο τραγούδι, αλλά λόγω της απαγγελίας του τραγουδιστή και των κινήσεων των χορευτών έχει καθιερωθεί σαν σατυρικό και χορεύεται συνήθως τις Αποκριές. Το τραγούδι φτιάχτηκε και τραγουδήθηκε από την λαϊκή μούσα σαν κλέφτικο, με  σκωπτικό ρυθμό.

Λίγα λόγια για την ιστορία του τραγουδιού:

Μια φορά επί Τουρκοκρατίας και κατά την περίοδο του μεγάλου κατατρεγμού της Κλεφτουριάς το 1804 – 1805, σ’ ένα μοναστήρι του Μοριά κατέφυγαν και κρύφτηκαν για να βρουν άσυλο, ένα μικρό μπουλούκι κλεφτών της περιοχής. Οι Τούρκοι είχαν τις πληροφορίες, ότι σ’ εκείνο το Μοναστήρι κρύβονταν οι κλέφτες και μια μέρα αποφάσισαν να επέμβουν και να τους σκοτώσουν.

Ο ηγούμενος και οι καλόγεροι είχαν λάβει τ’ απαραίτητα μέτρα για κάθε ενδεχόμενο. Γι’ αυτό τον λόγο είχαν μεταμφιέσει, τους κλέφτες σε καλόγερους, φορούσαν κανονικά ράσα και κάτω από αυτά έκρυβαν τ’ άρματά τους.

 Όταν λοιπόν έφθασαν τα τουρκικά αποσπάσματα μαζεύτηκαν σ’ ένα μέρος που το χρησιμοποιούσαν για αλώνια, εκεί κάθισαν όλοι στα γόνατα και έκαναν πως με τα μέλη του σώματός τους έτριβαν το πιπέρι (εννοείται το μαύρο πιπέρι που εισάγονταν σε κόκκους από το εξωτερικό). Μπαίνοντας οι Τούρκοι στον περίβολο της μονής ρώτησαν τον ηγούμενο για κλέφτες, εκείνος όμως έκανε τον αδιάφορο, λέγοντάς τους ότι δεν γνωρίζει τίποτα.

Ο Τούρκος τσαούσης (αστυνόμος) με τους στρατιώτες του, όταν είδε τους καλόγερους που κάθονταν στα γόνατα και έκαναν συντονισμένες κινήσεις προς το έδαφος, χρησιμοποιώντας πότε την κοιλιά τους, πότε την μύτη τους, πότε το σαγόνι τους και πότε τα οπίσθιά τους απόρησαν μιας και τούς ήταν άγνωστο αυτό το σκηνικό. Ο ηγούμενος τότε εξήγησε ότι τους έχει τιμωρήσει για ανυπακοή, για μερικές παρατυπίες και αταξίες που έκαναν στο μοναστήρι.

Κι όπως λέει και το τραγούδι στην αρχή,  έλεγε στους καλόγερους να τρίψουν το πιπέρι  με τα γόνατα, όμως κάτω από τα ράσα τους είχαν τα τουφέκια τους έτοιμα. Μετά ο ηγούμενος τους έλεγε με τα οπίσθιά τους, ακολούθως με την μύτη να τρίψουν το πιπέρι, έτσι για να διασκεδάσει τον Τούρκο αξιωματικό. Ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένοι σε αυτό το θέατρο που έπαιζαν μπροστά στους Τούρκους, ώσπου αυτοί και ο τσαούσης, ξεκαρδίστηκαν από  τα γέλια, με τα καμώματα των καλόγερων.

Καθώς όμως παράτησαν τα όπλα τους από τα γέλια και από οικειότητα προς τους καλόγερους ο ηγούμενος έδωσε την εντολή, τραγουδώντας: «Για σ’κωθείτε παλικάρια, Μοραΐτικα λιοντάρια». Τότε οι καλόγεροι σηκώθηκαν με μιας τράβηξαν τα γιαταγάνια τους και κατέσφαξαν τους Τούρκους  χωρίς αυτοί να προλάβουν να φέρουν την παραμικρή αντίσταση. Έτσι, η  πονηριά του ηγούμενου και η παλικαριά των κλεφτών έγινε θρύλος και η λαϊκή μούσα έκανε το παραδοσιακό τρίψιμο του πιπεριού ένα τραγούδι που τραγουδήθηκε και τραγουδιέται ακόμη και σήμερα.

Ενά αλλό αποκριάτικο έθιμο ειναι :

Το έθιμο της Χάσκας,  προέρχεται από το ρήμα χάσκω, δηλαδή έχω το στόμα ανοιχτό και γελώ (χαχανίζω).


Σύμφωνα με την παράδοση, την τελευταία μέρα της Αποκριάς, ο γηραιότερος της φαμίλιας (ο παππούς ή ο πατέρας ή κάποιος θείος) παίρνει ένα ξύλινο μακρύ κοντάρι ή δένει στο ταβάνι του σπιτιού  μία κλωστή στην  άκρη της οποίας δένει ένα βρασμένο και ξεφλουδισμένο αυγό. Ολόκληρη η φαμίλια καθόταν οκλαδόν σε κύκλο γύρω από τον παππού, ο οποίος κουνάει σαν εκκρεμές το αυγό μπροστά στα στόματα των μελών της οικογένειας. Με αυτό τον τρόπο ο καθένας απ' αυτούς προσπαθεί να πιάσει το αβγό με τα δόντια, χωρίς τη βοήθεια των χεριών. Όποιος τα καταφέρει θεωρείται τυχερός.

Είναι ένα έθιμο που σηματοδοτεί την έναρξη της Σαρακοστής καθώς λέγεται ότι «με αυγό κλείνει το στόμα το βράδυ της Αποκριάς, με αυγό ανοίγει το βράδυ της Ανάστασης».

 Προσωπικά έχω μνήμες από αυτό το έθιμο, το οποίο τείνει να εξαφανιστεί, και ανεξίτηλες είναι οι εικόνες στο μυαλό μου, όταν εμείς τα παιδιά μαζευόμασταν γύρω από το εκκρεμές αυγό, προσπαθούσαμε να πιάσουμε το αυγό και  επίτηδες ο θείος τίναζε  ψηλά τον κλώστη και φυσικά όποιος από εμάς ήταν τολμηρός και είχε βρει την τεχνική κατάφερνε να κερδίσει το αυγό!

ΤΟ ΔΡΩΜΕΝΟ ΤΟΥ ΒΑΛΜΑ



Ο Βαλμάς είναι ένα παλιό έθιμο που παίζετε γύρω από τη φωτιά. Γύρω στα 50 παλικάρια πιάνονται στη σειρά, ο ένας τη μέση του άλλου.Ο πρώτος είναι ο κεχαγιάς , το αφεντικό, και ο τελευταίος ο βαλμάς, ο αλογοβοσκός, δηλαδή του κοπαδιού αλόγων που συντηρεί ο κεχαγιάς.Το κοπάδι των αλόγων αποτελούν τα παλικάρια μεταξύ κεχαγιά και βαλμά.


Ο κεχαγιάς που κρατά στο χέρι μια ξύλινη βέργα, αρχίζει τη στιχομυθία. Κάθε απάντηση του βαλμά συνοδεύεται από κυνηγητό του αφεντικού να τον χτυπήσει με το λουρί. Αυτός προσπαθεί να αποφύγει τα χτυπήματα και συμπαρασύρει όλα τα παλικάρια που συμβολίζουν το κοπάδι των αλόγων. Ορισμένες φορές ανεβαίνει καβάλα πάνω στους ώμους του τελευταίου για να αποφύγει το αφεντικό του και όλοι προσπαθούν να αποφύγουν τη φωτιά.



Ο ΓΑΝΩΤΗΣ

Ο γανωτζής ή γανωτής ή γανωματής «Καλατζής» ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών. Το έθιμο του γανωτή είναι ένας μιμικός χορός της τέχνης του καλατζή, χορεύετε από έναν άντρα, έχει ελεύθερο μελωδικό σχήμα και η μετάβαση από το ρυθμικό χορό στη μίμηση γίνετε με το παράγγελμα: «γανωτή κατέβα κάτω» που δίνετε από τους στίχους του τραγουδιού.

Όλη η Ελλάδα γιορτάζει αυτές τις μέρες. Από τη βασίλισσα του Καρναβαλιού Πάτρα, το Ρέθυμνο, την Ξάνθη, όλες τις πόλεις και τα χωριά της χώρας οι άνθρωποί τους προσθέτουν το δικό τους χρώμα, σε αυτό τον πολύχρωμο καμβά που συνθέτει την Αποκριά

Το έθιμο του «Γληγοράκη» στη Βόνιτσα

 


Στη Βόνιτσα αναβιώνει κάθε χρόνο, την Καθαρά Δευτέρα, το έθιμο του «Αχυρένιου-Γληγοράκη». Η επικρατέστερη άποψη για την προέλευση του εθίμου είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά, ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και αναζήτησε την τύχη του στη στεριά. Όμως η θάλασσα τον εκδικήθηκε και τον έστειλε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να βρει μια σταθερή δουλειά.Έτσι λοιπόν, κάθε χρόνο, οι ψαράδες θυμούνται τον ψαρά, τον Γληγοράκη. Αφού πρώτα μασκαρευτούν από το Σάββατο της Τυρινής, έως την Καθαρά Δευτέρα «βλέπουν» τον Γληγοράκη να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν στα χέρια, για να τον πάνε στο κοιμητήριο της ψαράδικης συνοικίας.

Ο Γληγοράκης, ο οποίος είναι φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα, κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο, που τον τραβά ένας αγροφύλακας και τον βοηθούν δύο βοσκοί. Στην αναβίωση του εθίμου υπάρχουν παράλληλα οι ρόλοι της μάνας, της γυναίκας, του παπά, των συγγενών, του γιατρού και των μοιρολογίστρων. Σε κάθε στάση που κάνει Γληγοράκης δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση.Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση, κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Όμως με το πέρασμα των χρόνων η ιατρική γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε διακωμώδηση της επικαιρότητας.

Ταυτόχρονα, μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του είναι παραλλαγμένα αποσπάσματα της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το βράδυ στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η μεγάλη παράσταση, που συνδυάζεται με γλέντι.Σε μία διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που είναι στην ουσία μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Στη συνέχεια ο Γληγοράκης που ήδη βρίσκεται μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά ενώ γύρω του, γίνεται το γλέντι.


Λεχαινά Ηλείας: Ο Γενιτσαρίστικος χορός



Ο Γενιτσαρίστικος χορός είναι ένα από τα παλαιότερα έθιμα της Αποκριάς, στην περιοχή των Λεχαινών και χορεύεται ασταμάτητα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70.Οι ρίζες του φθάνουν στην αρχαιότητα, ως κατάλοιπο των Διονυσίων, αλλά αναβίωσε στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, όπου οι αγωνιστές τον χρησιμοποιούσαν για να ανταλλάσουν μεταξύ τους μηνύματα. Χορευόταν από μια ομάδα κατοίκων του χωριού, που αποτελούσαν τη Γκοτσαριά.

Τις ημέρες εκείνες οι γειτονιές των χωριών και η αγορά «γέμιζαν» από τις καραμούζες και το ρυθμικό χτύπο της ταβουλόβεργας. Οι μικροί ακολουθούσαν για να μαθαίνουν και οι μεγάλοι για να απολαύσουν το χορό. Ο Γενιτσαρίστικος χορός χορεύεται από μία ομάδα χορευτών την τσετιά ή γκοτσαριά πού αποτελείται από εννέα φουστανελοφόρους χορευτές, τους Γκότσηδες, χωρισμένους ανά τριάδες.Στο κέντρο χορεύει ο γενίτσαρης, πού κρατάει ένα διπλό τσεκούρι σκεπασμένο με ένα μεταξωτό μαντήλι και δίνει στους υπόλοιπους τα παραγγέλματα του χορού. Οι Γκότσηδες κρατούν ανάποδα στα χέρια τους μασάκια, δηλαδή τις λίμες με τις οποίες οι κρεοπώλες λιμάρουν τα μαχαίρια τους.Την «τσετιά» συμπληρώνουν δύο μπούλες, άνδρες ντυμένοι γυναίκες και ο γέρος με τη γριά. Φέτος στις 26 Φεβρουαρίου στις 20:00 το βράδυ, θα γίνει στην πλατεία Αγίου Δημητρίου των Λεχαινών το αντάμωμα των Γενίτσαρων, με την συμμετοχή επτά γκοτσαριών.

Η «Πετεγολέτσα» της Κέρκυρας


 

Η κορφιάτικη «Πετεγολέτσα» ή πέντε γόλια ή, ως γνωστόν, κουτσομπολιά, είναι ένα μοναδικό δρώμενο της Αποκριάς στην Κέρκυρα, που αναβιώνει κάθε χρόνο την τελευταία Πέμπτη των Αποκριών. Το έθιμο είναι βγαλμένο από τη διάθεση της σάτιρας που έχουν οι Κερκυραίοι και τις ρίζες του τις συναντά κανείς πολύ βαθιά μέσα στο χρόνο.Με τη σημερινή του μορφή φέρεται, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πρόεδρος του Οργανισμού Κερκυραϊκών Εκδηλώσεων (ΟΚΕ), Γαβριήλ Χυρδάρης, «να ξεκινά το 1975, με τα λαμπρά κείμενα του Θόδωρου Ζαμάνη».

Η κορφιάτικη «Πετεγολέτσα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος θεάτρου δρόμου, με πολλά στοιχεία από την Κομέντια ντελ Άρτε. Το δρώμενο διεξάγεται πάντα σε υπαίθριο χώρο και στις «φανέστρες», τα παράθυρα δηλαδή των ιδιόμορφων κερκυραϊκών σπιτιών, όπου οι γυναίκες που είθισται να είναι ηθοποιοί, μέσα από τη σάτιρα και το κουτσομπολιό καυτηριάζουν ανθρώπους, γνωστούς και μη και διάφορες καταστάσεις που συμβαίνουν είτε στην Κέρκυρα, είτε ευρύτερα στην Ελλάδα.Στόχος είναι να βγουν όλα «τα άπλυτα» της κάθε μιας νοικοκυράς στη φόρα? όλα τα εν οίκω, εν δήμω.Με την απαραίτητη αθυροστομία και την ντοπιολαλιά, τη διαλεκτό δηλαδή την κερκυραϊκή, διεξάγεται μία ωριαία και πολλές φορές μεγαλύτερη σε διάρκεια, παραθυρομαχία, που η φάρσα, ο σαρκασμός και η λαϊκή έμπνευση ξεπερνούν κάθε όριο, προκαλώντας ατέλειωτο γέλιο και μοναδική διάθεση στους θεατές. Το δρώμενο, πλαισιώνεται και με σατιρικά τραγούδια από ιδιόμορφες επτανησιακές καντάδες της σύγχρονης και παλιάς εποχής, ενώ οι πρόζες που γίνονται από τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανεπανάληπτες.

Το έθιμο του «Μπέη»


 

Έντονα σκωπτικό, με σατιρική διάθεση και θεατρικά στοιχεία, το αποκριάτικο έθιμο του «Μπέη», με ρίζες στα χρόνια της τουρκοκρατίας, διασώζεται μέχρι σήμερα σε αρκετά χωριά του βόρειου Έβρου, αναβιώνοντας  μνήμες οικογενειακές και ιστορικές, μνήμες που αποτελούν ακόμη  έναν συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν των Θρακών.Περιγράφοντας το έθιμο του «Μπέη» ή «Κιοπέκ Μπέη», ο εκπαιδευτικός, λαογράφος, συγγραφέας και χοροδιδάσκαλος Δημήτρης Βραχιόλογλου αναφέρει πως «κατέχει εξέχουσα θέση στο Τριώδιο και γεννήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας με βασικό στοιχείο τη σάτιρα του κατακτητή και με σημαντικά δείγματα αντίστασης».

Σημειώνει πως «Μέχρι το 1940 πραγματοποιούνταν, χωρίς προσθήκες, κυρίως στα χωριά που βρίσκονται στις όχθες του Ερυθροποτάμου και του Άρδα. Από το 1940 έως και το 1951 ατονεί και σε ορισμένα χωριά εξαφανίζεται για να επανέλθει μετά το 1975 με προσθήκες καινούριων στοιχείων».Σύμφωνα με τον κ. Βραχιόλογλου την Κυριακή της Τυρινής, από  νωρίς το πρωί, ο «Μπέης» Τούρκος αξιωματούχος μαζί με τη σύζυγό του, τη μπέινα και έναν ιδιόμορφο και πολυμελή θίασο με πρόσωπα που διαφοροποιούνται από χωριό σε χωριό (ο Αράπης, ένα αστείο πρόσωπο μαυρισμένο με καπνιά από τους ξυλόφουρνους που υπήρχαν στις αυλές των σπιτιών, ο Κατής, δικαστής, με τους τέσσερις ακολούθους του, ο κλητήρας, ο χωροφύλακας, ο ταμίας, ο γιατρός, η τσιγγάνα, ο αρκουδιάρης και η αρκούδα, κ.α. όλοι άνδρες μεταμφιεσμένοι)  επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού, με πρώτο αυτό του ιερέα, με τον Μπέη να εισπράττει το φόρο που αποδίδονταν στον κατακτητή, να μοιράζει ευχές,  να σατιρίζει τους πάντες και να δέχεται και ο ίδιος τα πειράγματα τόσο της συνοδείας του όσο και των συγχωριανών του στους οποίους εύχεται  καλή σοδειά αλλά επιβάλλει και διάφορες ποινές. Στη σύντομη περιοδεία του ο  θίασος συγκεντρώνει διάφορα  κεράσματα αλλά και σπόρους, καθώς το έθιμο συνδέεται άμεσα με την επίκληση για τη γονιμότητα της γης, τη μαγική υποβοήθηση της γης να βλαστήσει.

 

Το απόγευμα, ο θίασος αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού  συγκεντρώνονται στην πλατεία όπου υπό τους ήχους της γκάιντας, του ζουρνά και του νταουλιού,  γίνεται αναπαράσταση του οργώματος και της σποράς με τον Μπέη να πετά στον αέρα σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, βαμβακιού κ.α. και δύο από τα μέλη του θιάσου, συχνά οι Αράπηδες, να παίρνουν τη θέση των βοδιών στο ζυγό του ξύλινου άροτρου. Το έθιμο ολοκληρώνεται με την πάλη ανάμεσα σε δύο εκ των μελών του θιάσου, όπως τον Αράπη με τον Κατή, μία πάλη που αναπαριστά την αντίσταση στον κατακτητή και  με χορό όλων των παριστάμενων, άφθονο φαγητό και κρασί και κυρίως, διάθεση που αρμόζει σε ένα αποκριάτικο γλέντι.Ο «Μπέης», ή «κιοπέκ Μπέης», ή « Καλόγερος», ή «Χούχουτος» ή «Βασιλιάς», το ίδιο δρώμενο με επιμέρους διαφορές ως προς την ονομασία, τις αμφιέσεις και τους ρόλους του θιάσου, πιθανόν κληροδοτήθηκε, όπως και τόσα άλλα έθιμα,  στους Θρακιώτες από τους προγόνους τους ως παρακαταθήκη της δυναμικής της κοινωνικής συνοχής όπως αυτή αναδείχθηκε στις δύσκολες περιόδους της ιστορικής τους διαδρομής ή απλά, ως μία ευκαιρία γλεντιού και διασκέδασης στην περίοδο των Αποκριών,  όπου τα «πρέπει» καταστρατηγούνται για λίγο και πριν την έναρξη της Μ. Σαρακοστής, της νηστείας και της εβδομάδας των Παθών του Χριστού.


Το έθιμο των «φανών» στην Κοζάνη 



Το χαρακτηριστικό της κοζανίτικης αποκριάς είναι οι Φανοί. Είναι φωτιές που ανάβουν στις γειτονιές της πόλης και γύρω τους, στήνεται ένα γλέντι με χορό και προπαντός, τραγούδι. Οι Φανοί της Κοζάνης στηρίζονται στην αυθόρμητη συμμετοχή των κατοίκων της, οι οποίοι τους ετοιμάζουν και πρωτοστατούν στο γλέντι με τα παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια ή τα λεγόμενα «ξινέτροπα» ή τα «σκωπτικά», φυσικά, υπό τους ήχους των πνευστών και των χάλκινων.Οι Φανοί, σε όλη την πόλη, ανάβουν κατά τις 8 το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς, κι αμέσως, οι άνθρωποι της γειτονιάς ξεκινούν το τραγούδι και το χορό γύρω τους. Το κέφι αρχίζει να ανεβαίνει, το κρασί ρέει άφθονο, οι παραδοσιακές κοζανίτικες πίτες, τα γνωστά «κιχί», κυκλοφορούν παντού και ο κύκλος γύρω απ’ το βωμό μεγαλώνει. Στην αρχή, λέγονται τραγούδια της αγάπης και του έρωτα, και ορισμένα εμπνευσμένα από τα κατορθώματα των κλεφτών κατά την Επανάσταση.

Τα πιο τολμηρά λέγονται στη συνέχεια, είναι σκωπτικά και διακωμωδούν άνδρες και γυναίκες. Υπάρχουν όμως, και κάποια που είναι μόνο για μεγάλους, τα λεγόμενα «ξινέντροπα», όπως τα λένε στην Κοζάνη. Είναι πολύ αθυρόστομα και τραγουδιούνται αργά το βράδυ, «τις ώρες δηλαδή, που τα παλιά τα χρόνια, οι γυναίκες με τα παιδιά επέστρεφαν στα σπίτια τους». Αυτή είναι η πιο δυνατή στιγμή σε όλη την διάρκεια των αποκριάτικων εκδηλώσεων στην Κοζάνη.Στο τραγούδι των Φανών, κυρίαρχος είναι ο ρόλος του κορυφαίου τραγουδιστή, ο οποίος τραγουδά συγκεκριμένα τραγούδια που λέγονται μόνο στο εορταστικό δωδεκαήμερο και την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς. Οι παρευρισκόμενοι σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά και τον κορυφαίο τραγουδιστή και με ρυθμό, επαναλαμβάνουν τα λόγια του υπό το χτύπημα των χεριών τους.

Την Κυριακή της Αποκριάς, το μεσημέρι, γίνεται η παρέλαση των αρμάτων που έχουν ετοιμάσει οι άνθρωποι των Φανών με έντονα στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας. Το έθιμο επιβάλλει ο δήμαρχος να δίνει το έναυσμα της γιορτής με το άναμμα του Φανού στην κεντρική πλατεία και στην συνέχεια, ο ίδιος, υπό τους ήχους των πνευστών και χάλκινων, θα χορέψει τον πιο γνωστό αποκριάτικο σκοπό της περιοχής, το περίφημο «έντεκα».Σε ό,τι αφορά την καταγωγή του εθίμου, πολλοί μελετητές της λαογραφίας υποστηρίζουν την άμεση σύνδεσή του με τις αρχαίες διονυσιακές γιορτές και τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια. Οι αλλαγές που έχει υποστεί το έθιμο κατά την διάρκεια του χρόνου, του έχουν προσδώσει περισσότερη αίγλη και έχει αγαπηθεί από χιλιάδες επισκέπτες που φθάνουν στην Κοζάνη, έστω για μια φορά, να τραγουδήσουν τα ερωτικά και τα «βρώμικα» τραγούδια των Φανών και να χορέψουν υπό τους ήχους των χάλκινων γύρω από την φωτιά.

Οι «μπουμπούνες» της Καστοριάς

 


Είναι μεγάλες φωτιές που ανάβουν στις πλατείες της πόλης. Την Κυριακή της μεγάλης Αποκριάς, μικροί και μεγάλοι συγκεντρώνονται στην γειτονιά τους και ανάβουν την φωτιά ενώ, ορχήστρες με πνευστά και χάλκινα παίζουν τοπικούς σκοπούς. Τα κεράσματα που έχουν ετοιμάσει οι άνθρωποι της γειτονιάς και το κόκκινο κρασί «δίνουν και παίρνουν», με το γλέντι να διαρκεί έως τα ξημερώματα. Οι μεγαλύτερες «μπουμπούνες» είναι της μεσαιωνικής πλατείας Ντουλτσό, της γειτονιάς του Απόζαρι, της πλατείας Ομονοίας και της γειτονιάς του παλαιού Νοσοκομείου. Πρόκειται για προχριστιανικό έθιμο, που επέζησε έως τις μέρες μας.

Η «Καμήλα» βγαίνει στο χωριό

 


Ένα έθιμο, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, είναι αυτό της καμήλας που αναβιώνει κάθε Καθαρή Δευτέρα, στο χωριό  Κάινα του Δήμου Αποκορώνου.Στην αναβίωση του εθίμου συμμετέχουν οι κάτοικοι του χωριού  που  αρχίζουν από νωρίς το πρωί  τις ετοιμασίες για την κατασκευή της καμήλας αλλά και του μουτζουρώματος. Τα  παιδιά μαζεύονται  σ’ένα σπίτι και βοηθούν το ένα το άλλο για να φτιάξουν τις πρωτότυπες στολές.Οι ενήλικοι κάτοικοι που συμμετέχουν στην κατασκευή της καμήλας, μαζεύουν τα απαραίτητα υλικά από την προηγούμενη μέρα. Γύρω στις 10 το πρωί, μαζεύονται σε ένα ανοιχτό χώρο για να την κατασκευάσουν. Η Καμήλα είναι ένα Διονυσιακό έθιμο και πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Κατασκευάζεται από μια ξύλινη σκάλα, δύο κοφίνια που αποτελούν τις δύο καμπούρες της καμήλας, μία παλέτσα (είδος νάιλον πανιού που χρησιμοποιείται για τη συλλογή του ελαιοκάρπου) και το σκελετό του κεφαλιού ενός γαϊδάρου.


Στον ουρανίσκο του κεφαλιού τοποθετείται ένα καρούλι για να ανοιγοκλείνει το στόμα του με το τράβηγμα ενός σχοινιού. Στα μάτια του τοποθετούνται δύο μανταρίνια ζωγραφισμένα και ντύνεται με προβιές κουνελιών. Στην καμήλα μπαίνουν συνήθως τρεις άνθρωποι. Ένας κρατάει το κεφάλι στερεωμένο σε ένα ξύλο, και οι άλλοι δύο με τη βοήθεια των κοφινιών σχηματίζουν τις καμπούρες της.Όταν όλα ετοιμαστούν, η  καμήλα ξεκινάει τη βόλτα της, σε κάθε σημείο του χωριού, για να καταλήξει στην κεντρική πλατεία.Πολλοί  ντόπιοι  ντύνονται με πρωτότυπες αυτοσχέδιες στολές ακολουθώντας την πορεία της. Οι μεταμφιεσμένοι έχουν κρεμασμένα επάνω τους, κυρίως λέρια προβάτων και προβιές ζώων. Το γλέντι συνεχίζεται μέχρι το βράδυ, με τη συνοδεία παραδοσιακών μουσικών κρητικών οργάνων.


Το «στοιχειό» της Άμφισσας

 


Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο θρύλος του «στοιχειού». Από τη συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα, και τα σκαλιά του Άι Νικόλα, κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθούν εκατοντάδες μεταμφιεσμένοι. Οι θρύλοι για τα «στοιχειά» είχαν μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Λέγεται πως αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή. Το σπουδαιότερο από αυτά που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση, είναι το «στοιχειό της Χάρμαινας»

 

Αυτό αγαπούσε και προστάτευε τους Ταμπάκηδες, τους βυρσοδέψες, των οποίων η δουλειά, τους ανάγκαζε να βρίσκονται στη Βρύση νύχτα – μέρα. Πολλοί ορκίστηκαν ότι είδαν το «στοιχειό» να τριγυρίζει τη νύχτα σε όλη τη συνοικία, να καταλήγει στην πηγή του νερού και να χάνεται. Ακόμα, οι πιο παλαιοί διηγούνται πως το «στοιχειό της Χάρμαινας» έβγαινε κάθε Σάββατο βράδυ, κατέβαινε από της «Κολοκυθούς το Ρέμα» και γύριζε στους δρόμους μουγκρίζοντας και σέρνοντας αλυσίδες. Ο θρύλος του «στοιχειού» αναβιώνει το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς στην Άμφισσα. Στο μεγάλο ιστορικό καφενείο της πόλης γίνονται συζητήσεις σατυρικού περιεχομένου για τους θρύλους και τα «στοιχειά».

Αλευρομουτζουρώματα στο Γαλαξίδι

 


Όταν ανοίξει το Τριώδιο, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Γαλαξιδίου, κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι με αποκριάτικα κοστούμια στους δρόμους και στα καταστήματα. Ένα από τα καθιερωμένα έθιμα της πόλης είναι την Καθαρή Δευτέρα, το άναμμα φωτιών σε πλατείες και δρόμους, με μουσική, φαγητό, χορό και γλέντι.


Στο Γαλαξίδι, την Καθαρή Δευτέρα, δεν παίζουν με σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο, αλλά παίζουν «αλευροπόλεμο» με βασικό υλικό το αλεύρι. Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Απόκριες για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άνδρες. Φορούσαν μάσκες ή απλά έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και ή ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι, ανεξαιρέτως ηλικίας. Το Καρναβάλι στο Γαλαξίδι είναι γεμάτο χρώμα και ζωντάνια και οι κάτοικοι διατηρούν τα έθιμα και τις παραδόσεις τους με σεβασμό και αγάπη.

Βλάχικος Γάμος στη Θήβα

 


Κάθε Καθαρή Δευτέρα γίνεται αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου. Είναι ένα έθιμο που φθάνει στις ημέρες μας περίπου από το 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, (οι τσοπάνηδες) από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα. Το θέαμα είναι έξοχο, η γαμήλια πομπή πολύχρωμη, η μουσική που τη συνοδεύει (πίπιζες, νταούλια κ.ά.) εξαιρετικά ζωντανή.

Το γαϊτανάκι της Λιβαδειάς



Το γαϊτανάκι αποτελεί παράδοση για την πόλη της Λιβαδειάς και γιορτάζεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάζουν το γαϊτανάκι, φτιάχνοντας άρματα. Την Κυριακή της Αποκριάς, μασκαράδες παρελαύνουν προς την κεντρική πλατεία όπου πλέκονται τα γαϊτανάκια, και παρουσιάζονται αποκριάτικα σκετς, τραγούδια και παντομίμες από τους μασκαράδες. Στη συνέχεια ακολουθεί γλέντι με λαϊκά τραγούδια και χορούς.

Ο «γέρος» και η «κοπέλα» στην Σκύρο



Με την αρχή του Τριωδίου και κάθε Σαββατοκύριακο των ημερών της Αποκριάς, το έθιμο του νησιού θέλει τον «γέρο» και την «κοπέλα» να βγαίνουν στους δρόμους και να δίνουν μία ξεχωριστή εικόνα των ημερών. Ο «γέρος» φοράει μία χοντρή μαύρη κάπα, άσπρη υφαντή βράκα και έχει στη μέση του 2-3 σειρές κουδούνια, το βάρος των οποίων μπορεί να φτάσει και τα 50 κιλά. Το πρόσωπο του καλύπτεται από προβιά μικρού κατσικιού και περπατώντας με χορευτικό ρυθμό, καταφέρνει να ηχούν μελωδικά τα κουδούνια που φοράει.Η «κοπέλα», δηλαδή η ντάμα του «γέρου» είναι ντυμένη με παραδοσιακά σκυριανά ρούχα με κυρίαρχο χρώμα το άσπρο σε πλήρη αντίθεση με το μαύρο χρώμα του «γέρου» έχοντας κι αυτή καλυμμένο το πρόσωπό της. Χορεύει γύρω από τον «γέρο», καθώς αυτός βαδίζει, ανοίγοντας του δρόμο ή προσπαθώντας να τον βοηθήσει και να τον ξεκουράσει. Οι ικανότεροι από τους «γέρους» μάλιστα, αφήνουν για λίγο τους δρόμους της αγοράς, όπου συγκεντρώνεται ο κόσμος και ανεβαίνουν στο Κάστρο του νησιού. Εκεί θα χτυπήσουν τις καμπάνες στο Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Τότε η «κοπέλα» την ώρα που ο «γέρος» θα σταματήσει να πάρει μια ανάσα, θα του τραγουδήσει σκυριανό τραγούδι, παινεύοντας τον για τις αξίες και τις χαρές του.

 

Το δίδυμο αυτής της σκυριανής αποκριάς συνοδεύει πολλές φορές και ο «φράγκος». Αυτός ο μασκαράς, ντυμένος με παραδοσιακά ρούχα του νησιού αλλά και παντελόνι, σατιρίζει τους σκυριανούς εκείνους που έβγαλαν τις βράκες και φόρεσαν παντελόνια (φράγκικα). Η προέλευση του εθίμου αυτού χάνεται στα χρόνια και πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν στοιχεία και ρίζες διονυσιακών τελετών και θεωρούν τις εκδηλώσεις αυτές κατάλοιπα τέτοιων εορτών. Οι γεροντότεροι στο νησί αναφέρουν ότι ο «γέρος» και η «κοπέλα», έρχονται κάθε χρόνο να θυμίσουν στους σκυριανούς κάποια θεομηνία που κατέστρεψε όλα τα ζώα του νησιού και για το λόγο αυτό ο τσοπάνης ζώστηκε τα κουδούνια των ζώων και ήρθε στο χωριό να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους.

 

Το έθιμο της «τράτας»

 


Μία άλλη εκδήλωση της σκυριανής αποκριάς είναι η «τράτα» που είναι αναπαράσταση ναυτικής ζωής, όπου ψαράδες στην πλειοψηφία τους, σατιρίζουν έμμετρα καταστάσεις και γεγονότα που αφορούν την κοινωνική ζωή στην Ελλάδα, γενικότερα. Με τα σατυρικά αυτά ποιήματα, αλλά και με την αμφίεσή τους, καταφέρνουν να προκαλούν την ευθυμία των θεατών της παράστασης αυτής που κορυφώνεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Την Καθαρή Δευτέρα σχεδόν όλοι οι Σκυριανοί με παραδοσιακές τοπικές στολές, κατεβαίνουν στην πλατεία του χωριού και χορεύουν και τραγουδούν σκυριανά τραγούδια.

 

«Χέι» και «Κοντοσούβλι γίγας» στην Αμφίκλεια



Οι Απόκριες στην Αμφίκλεια μυρίζουν παράδοση και κοντοσούβλι. Το προτελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς η κάθε γειτονιά ανάβει τη δική της φωτιά ενώ οι κουδουνοφόροι ξορκίζουν το κακό για να έρθει η Άνοιξη χωρίς εμπόδια. Το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας οι εκδηλώσεις κορυφώνονται, με το παραδοσιακό άναμμα της φωτιάς (Χέι), τόσο στις γειτονιές του χωριού όσο και στο μεγάλο Χέϊ, στην πάνω Πλατεία του χωριού, με χορούς κουδουνοφόρων μασκαράδων, με τύμπανα και πνευστά.

Την Κυριακή (της Τυρινής) παρασκευάζεται από το πρωί ένα κοντοσούβλι γίγας, μήκους 120 μέτρων, το οποίο δίνει τον τόνο, τη μυρωδιά και τη γεύση που μόνο στη Ρούμελη γνωρίζουν να δίνουν. Την Καθαρή Δευτέρα το πέταγμα του Χαρταετού συνοδεύεται από παραδοσιακή μουσική, φασολάδα, σαρακοστιανά και άφθονο κρασί, στην Κάτω Πλατεία της Αμφίκλειας.

 

Ο χορός της «γκαμήλας» και η παρέλαση αρμάτων στη Λαμία


 

Η στολισμένη με επιμέλεια «γκαμήλα» δίνει τον τόνο στο καρναβάλι της Λαμίας. Κατασκευασμένη με διάφορα υλικά αλλά στολισμένη με υφαντά την κουβαλούν δυο άνθρωποι που εναλλάσσονται συνεχώς. Ξεκινά από την αρχαιότερη συνοικία της πόλης τους Αγίους Θεοδώρους όπου προετοιμάζεται με επιμέλεια και το τριήμερο τη Αποκριάς δίνει το δικό της τόνο στους δρόμους και το εμπορικό κέντρο της Λαμίας ακολουθούμενη από μουσικές και χορούς. Την Κυριακή της Αποκριάς, προηγείται της παρέλασης αρμάτων στους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Επιστρέφει την Καθαρή Δευτέρα στα Κούλουμα της συνοικίας των Αγίων Θεοδώρων, όπου μετά τον παραδοσιακό της χορό καταλήγει ο «πρωτοχορευτής» με ιδιαίτερο τρόπο να την? «θυσιάσει» κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τον αποκριάτικο κύκλο της.

 

Την Κυριακή της Αποκριάς, στην πόλη τη Λαμίας, έχει καθιερωθεί η παρέλαση αρμάτων με επίκαιρα χιουμοριστικά θέματα και μαζί τους μεγάλη συμμετοχή καρναβαλιστών. Στο μεσοδιάστημα εξελίσσονται διάφορα δρώμενα όπως το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού, στα οποία μετέχουν μικροί και μεγάλοι. Την Καθαρή Δευτέρα, στα περισσότερα δημοτικά διαμερίσματα κυριαρχούν τα κούλουμα με δωρεάν φασολάδα και πέταγμα χαρταετού.

Νεομαγνησιώτικος γάμος

 


Στη συνοικία της Νέας Μαγνησίας της Λαμίας, μετά το 1929 οι Μικρασιάτες πρόσφυγες συναντώνται με τους Ρουμελιώτες και δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα.Ο Νεομαγνησιώτικος γάμος κάθε Καθαρή Δευτέρα περιγράφει όμορφα, μέσα από φανταστικούς και εύθυμους, ως επί το πλείστον, διαλόγους, αυτήν την νέα πραγματικότητα. Περιγράφει δηλαδή την αρνητική αρχικά υποδοχή των Μικρασιατών από τους ντόπιους, τους γάμους Μικρασιατών και ντόπιων, το μπόλιασμα και την συμπόρευση τους. Σε κάποιες σκηνές βέβαια κάνει ένα γρήγορο πέρασμα στην σύγχρονη πραγματικότητα, με πολιτική σάτιρα.

Η χρονική περίοδος στην οποία αναφέρεται το σενάριο του Γάμου, είναι η δεύτερη δεκαετία από την Μικρασιατική τραγωδία. Οι ενδυμασίες που χρησιμοποιούνται, όμως, δεν ανταποκρίνονται σε αυτήν την περίοδο, είναι παραδοσιακές ενδυμασίες (για Ρουμελιώτες και Μικρασιάτες), συμβολικά, για να τονιστεί η διαφορετικότητα.Πηγές άντλησης στοιχείων αποτελεί η ζώσα παράδοση και οι περιγραφές των ντόπιων Μικρασιατών και Ρουμελιωτών για να κτιστεί η παράσταση του Νέο Μαγνησιώτικου Γάμου που έχει καθιερωθεί πλέον σαν το κατεξοχήν αποκριάτικο δρώμενο της περιοχής που κάθε χρόνο αλλάζει για να συγκινεί όλο και περισσότερο.

Ο παραμυθένιος «βενετσιάνικος γάμος στο Τζάντε»

 


Ένας παραμυθένιος γάμος, με ρίζες στα βάθη της ενετοκρατίας στα Ιόνια νησιά, αναβιώνει κάθε χρόνο στην Ζάκυνθο, την περίοδο των αποκριών και δεν είναι άλλος από το περίφημο πλέον «βενετσιάνικο γάμο στο Τζάντε». Από το 2004 έως και σήμερα, ο «βενετσιάνικος γάμος στο Τζάντε», αποτελεί για την Ζάκυνθο, ένα αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού της αλλά και το μεγαλύτερο δρώμενο του καρναβαλιού. Εκατοντάδες Ζακυνθινοί, κάθε χρόνο, φορούν τις πανέμορφες αρχοντικές φορεσιές των «κόντηδων», του 16ου αιώνα και αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο, τον τότε μεγαλοπρεπές γάμο.

Το δρώμενο, μας μεταφέρει πίσω στον 16ο αιώνα, όπου οι ευγενείς του «τζάντε» με τις πανάκριβες φορεσιές τους και τα εντυπωσιακά κοστούμια τους, έδειχναν τον πλούτο τους στους απλούς πολίτες μέσα από τους γάμους που πραγματοποιούσαν οι αρχοντικές οικογένειες του νησιού. Η προετοιμασία για έναν τέτοιο γάμο άρχιζε πολύ καιρό πριν, καθώς η νύφη και οι υπόλοιπες γυναίκες που ήταν καλεσμένες στο γάμο, έπρεπε να αρχίσουν να ράβουν, τα εντυπωσιακά τους φορέματα ώστε να είναι έτοιμες και να κάνουν πρόβες πολύ πριν το γάμο.Η μεγαλειώδης πομπή του Βενετσιάνικου γάμου, αρχίζει από τη πλατεία του Αγίου Παύλου, στη συνέχεια διασχίζει την οδό Αλεξάνδρου Ρώμα, και καταλήγει στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Ακολούθως πραγματοποιείται, με τις απαραίτητες τιμές, η τελετή του γάμου παρουσία του νοδάρου (συμβολαιογράφου). Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεγαλειώδης πομπή του γάμου ανοίγει με τυμπανιστές και σημαιοφόρους. Ακολουθούν οι νεόνυμφοι και οι κοντινοί συγγενείς τους. Η νόνα (γιαγιά) μεταφέρεται μέσα σε λεντίκα (κλειστό φορείο εξαιρετικής τέχνης μέσα στο οποίο μετέφεραν τους ευγενείς) ενώ, ακολουθούν τα σεντούκια της νύφης με τα προικιά. Την πομπή πλαισιώνουν οι προσκεκλημένοι, οι οποίοι φορούν ακριβή αντίγραφα στολών του 16ου αιώνα, ενώ κορίτσια κρατούν κάνιστρα με ροδοπέταλα και μπομπονιέρες. Στην συνέχεια ακολουθεί το γαμήλιο γλέντι, με αναγεννησιακούς χορούς και πολλά τοπικά παραδοσιακά εδέσματα όπως είναι τα ζαχαροκούκα (κουφέτα), ορτζάδες (σουμάδα) και πάντολες (παντεσπάνι).

Το «μπουρανί» του Τυρνάβου 


Η Αποκριά στο νομό της Λάρισας, έχει ένα σημείο αναφοράς κι αυτό είναι το Τυρναβίτικο καρναβάλι, που κάθε χρόνο κορυφώνεται με το «μπουρανί» της Καθαράς Δευτέρας. Τα πρώτα στοιχεία για την τέλεση των αποκριάτικων εκδηλώσεων στον Τύρναβο χρονολογούνται γύρω στο 1898.Για την προέλευση του, υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή αναφέρει πως το έθιμο έχει βαθιές ρίζες στις Διονύσιες τελετές, τα Θεσμοφόρια, τα Αφροδίσια, τα Θαργήλια. Η δεύτερη ότι προέρχεται από Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στον Τύρναβο γύρω στο 1770, λίγο πριν τα Ορλωφικά.

Η Αποκριά εορτάζεται με έναν πρωτότυπο αλλά και τολμηρό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το έθιμο είχε απαγορευθεί πολλές φορές, για να καθιερωθεί το 1980. Το «Μπουρανί», είναι ένα αποκριάτικο φαλλικό δρώμενο. Οι κάτοικοι του Τυρνάβου γιορτάζουν κάθε χρόνο τη γονιμότητα της γης, υμνούν τη φύση και την ευχαριστούν για τους καρπούς της.Στην ιστορική παράδοση στο έθιμο συμμετείχαν μόνο άνδρες. Οι κάτοικοι της πόλης του Τυρνάβου την Καθαρά Δευτέρα πήγαιναν στου Προφήτη Ηλία μεταμφιεσμένοι. Φτάνοντας στον Προφήτη Ηλία, οι κάτοικοι έστρωναν διάφορα φαγητά και γέμιζαν με κρασί μια μεγάλη φιάλη σε σχήμα φαλλού. Παράλληλα ετοίμαζαν το «μπουρανί» που έχει τουρκική προέλευση. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του χυλού είναι σπανάκι, τσουκνίδα, αλεύρι, λίγο ξύδι και καθόλου λάδι.

Το γλέντι ξεκινούσε με τους άντρες να κρατούν στα χέρια τους φαλλούς από πηλό ή ξύλο, το κυριότερο τελετουργικό σύμβολο. Από την δεκαετία του 1970 σταμάτησε το «μπουρανί» να είναι έθιμο των ανδρών μόνο. Πολλές γυναίκες άρχισαν να συμμετέχουν ενεργά σε όλα τα τελετουργικά μέχρι και τις μέρες μας.Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις στον Τύρναβο με αποκορύφωμα το «μπουρανί», είναι μια ολόκληρη τελετουργία και διαρκούν ένα μήνα. Ντόπιοι και επισκέπτες γίνονται ένα, με φανταχτερές στολές, κέφι, μουσική και άφθονο κρασί, τσίπουρο και φυσικά? χορό.Με πλούσιες θεατρικές, παραστάσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις το Τυρναβίτικο καρναβάλι κορυφώνεται όπως και κάθε χρόνο με την παρέλαση των αρμάτων την Καθαρά Δευτέρα. Τα άρματα είναι κατασκευασμένα με πολύ μεράκι, εμπνευσμένα από την παράδοση, ενώ η ψυχή των εκδηλώσεων είναι οι χιλιάδες καρναβαλιστές που θα δώσουν ένα εύθυμο τόνο στις εκδηλώσεις.

 

Ο καραγκούνικος γάμος



Στα Μεγάλα Καλύβια, του νομού Τρικάλων, κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα και για παραπάνω από έναν αιώνα, γίνεται αναπαράσταση του παραδοσιακού καραγκούνικου γάμου. Παρουσιάζεται όλη η ιεροτελεστία του γάμου ενός καραγκούνικου ζευγαριού, όπως αυτός γινόταν μέχρι και τη δεκαετία του 1960-70 στα Μεγάλα Καλύβια και σε όλα τα καραγκουνοχώρια της Δυτικής Θεσσαλίας.Πριν ξεκινήσει ο γάμος, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο φιλόλογος Ευθύμιος Αθ. Κουφογιάννης, γίνονται τα αρραβωνιάσματα (σιβάσματα) του ζευγαριού  -κανονικά, γίνονταν τουλάχιστον ένα χρόνο πριν- αλλά παρουσιάζονται μαζί με το γάμο για την οικονομία του χρόνου. Στην πλατεία του χωριού γίνονται τα στέφανα και ακολουθεί ο παραδοσιακός γαμήλιος χορός. Δύο πομπές συναντιούνται στην πλατεία για το μυστήριο του…γάμου: Η μία του γαμπρού που καταφθάνει πρώτος και η άλλη της νύφης που έρχεται από το Κονάκι, το ανακαινισμένο διώροφο τούρκικο διοικητήριο που αποτελεί την έδρα του Εκπολιτιστικού Λαογραφικού Ομίλου Καλυβίων (ΕΛΟΚ). Ο γαμπρός  -αφού τον έχουν ξυρίσει δημόσια και υπό τους ήχους παραδοσιακών τραγουδιών- είναι ντυμένος με φουστανέλα και οι συγγενείς του με παραδοσιακές φορεσιές του παρελθόντος (σκούτινα, παντελόνια, γιλέκα, κ.λ.π.).

 

Η νύφη -στον ρόλο της συνήθως κάποιος νεαρός άνδρας- φοράει, σύμφωνα με τον κ. Κουφογιάννη, την παραδοσιακή νυφιάτικη καραγκούνικη φορεσιά, την οποία για να τη φορέσει ολόκληρη χρειάζεται κάμποσες ώρες. Ιδιαίτερα το δέσιμο και το στόλισμα του κεφαλομάντηλου χρειάζεται αρκετή ώρα και επιδεξιότητα. Τα παλαιότερα χρόνια, προσθέτει,  κυκλοφορούσε κι ένα κάρο γεμάτο με τα προικιά της νύφης που οι βλάμηδες έπαιρναν από το σπίτι της και τα μετέφεραν στο σπίτι του γαμπρού.Η όλη διαδικασία των αρραβωνιασμάτων και του γάμου παρουσιάζεται ως παρωδία-κωμωδία με έξυπνες ατάκες, άφθονο χιούμορ και πολλές φορές «ακατάλληλες» χειρονομίες και κινήσεις που προκαλούν το γέλιο των παρευρισκόμενων. Την παράσταση «κλέβει» τις περισσότερες φορές ο ψευτοπαπάς με την παπαδιά του, που εισέρχονται στην πλατεία με μία μηχανή μεγάλου κυβισμού ή με κάποιο άλλο ασυνήθιστο μεταφορικό μέσο.

 

Οι θεατές -ανάμεσα στους Μεγαλοκαλυβιώτες και πολλοί επισκέπτες- παρακολουθούν αρχικά όλα τα δρώμενα και κατόπιν πιάνονται στον μεγάλο κύκλο του χορού και χορεύουν υπό τους ήχους του κλαρίνου παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας και όχι μόνο.Νωρίτερα, έχουν γευτεί την παραδοσιακή φασολάδα, που τους έχει προσφερθεί δωρεάν, μαζί με κρασί, από μέλη του πολιτιστικού συλλόγου ΕΛΟΚ και άλλους εθελοντές Μεγαλοκαλυβιώτες. Οι μάγειροι βάζουν όλη τη δεξιοτεχνία τους για να γίνει νόστιμη η φασολάδα, αφού η ποσότητά της ανέρχεται σε εκατοντάδες μερίδες. Η φασολάδα μαγειρεύεται λόγω Σαρακοστής ενώ είναι γνωστό ότι το πιο συνηθισμένο φαγητό του γάμου ήταν πληγούρι, δηλαδή χοντροκομμένο βρασμένο σιτάρι με πρόβατο.

 Ο «Καντής» οι «Λεράδες» και ο «Τσαγκάρης»


 


Τριώδιο, Απόκριες, νηστεία, δημιουργία, τέχνες,παρέες, χρώμα, ελπίδα… Το σύμπλεγμα των ημερών που περικλείεται ημερολογιακά από το «Τριώδιο» που αρχίζει την Κυριακή του «Τελώνη και Φαρισαίου», διανύει την Κυριακή του «Ασώτου Υιού», την Κυριακή της «Απόκρεω» και φτάνει στην ολοκλήρωσή του την Κυριακή της «Τυρινής» ή «Τυροφάγου».Με τον ντελάλη να ταξιδεύει σε όλο το Ρέθυμνο αλλά και τους άλλους νομούς της Κρήτης, οι Ρεθεμνιώτες καλούν τους συντοπίτες τους και όλους τους Κρητικούς να μετέχουν στον μήνα των καρναβαλικών και όχι μόνο εκδηλώσεων που πάνω από έναν αιώνα πλουτίζουν την πνευματική, καλλιτεχνική, πολιτιστική ζωή του Ρεθύμνου.

 

Όλα ξεκινούν με τις καντάδες, στις οποίες η λύρα, το μαντολίνο και οι μελωδίες από τις παλιές ρομαντικές εποχές δίνουν τον τόνο και το ρυθμό στον οποίο θα κινηθούν τόσο οι επίσημες εκδηλώσεις όσο και εκείνες που αφορούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στη διάθεση στις παρέες, και στην αναβίωση των εθίμων από χωριό σε χωριό από το μεγαλύτερο έως και το μικρότερο.Κανταδόροι και μασκαράδες, από τη Ρεθεμνιώτικη Πόρτα στην Αρχή της πόλης, την Πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη, μέχρι τον ορεινό Ψηλορείτη, από το Πάνορμο και το Μελιδόνι μέχρι το νότιο Ρέθυμνο, τον Πλακιά και το Σπίλι, στο Ρουσσοσπίτι και στον Μέρωνα, ανταμώνουν για γλέντι, χορό και συναπαντήματα κεφιού και ελπίδας όπου το ζυμάρι σε όλες του τις εκδοχές, η τσικουδιά, το καλό κρασί, οι παραδοσιακοί μεζέδες, η λύρα και οι χοροί δείχνουν το δρόμο για μία διαφορετική πιο αισιόδοξη αντιμετώπιση της καθημερινότητας, από την οποία δε λείπει και ο σεβασμός και η απόδοση τιμών στις ψυχές που έχουν φύγει μέσα από τα τελετουργικά του Ψυχοσάββατου.

 

Έθιμα όπως το παιχνίδι του θησαυρού, το κλέψιμο της νύφης, το μουντζούρωμα, ο Καντής, η καμήλα, οι Λεράδες, ο Τσαγκάρης, ο Αρκουδιάρης, η καμπουρόγρια, το λαϊκό δικαστήριο, ο αγιασμός του γέλιου, το λαδικό καταβρεχτήρι.Το έθιμο του Καντή με ρίζες στον Μυλοπόταμο και στην Επαρχία του Αγίου Βασιλείου, όπου ο μπροστάρης της μεγάλης παρέας γυρνάει τα σπίτια και το χωριό και ως ένας άρχοντας έχε το γενικό πρόσταγμα.Καλαμπούρια, φάρσες, αστεία που μπορεί να συμβούν στον καθένα που θα βρεθεί μπροστά στη παρέα.

 

Η καμήλα είναι το έθιμο με την αυτοσχέδια καμήλα που γυρνάει στις γειτονιές και με σκέρτσα διασκεδάζει τον κόσμο κινούμενη από δύο άνδρες που είναι κρυμμένοι κάτω από το «δέρμα της» που είναι φτιαγμένο από κουβέρτες.

Στα μουτζουρώματα, έθιμο για να ξορκιστεί το κακό και το ανεπιθύμητο, η διασκέδαση είναι μεγάλη και η φασαρία από τις φωνές μεγαλύτερη. Μουτζούρωμα όχι βρωμιά, μέσα και κάτω από το οποίο πάντα κρύβεται η ανθρώπινη πλευρά, το φως, η καθαρότητα. Όπως και στο έθιμο του εξομολόγου όπου ένας μεταμφιεσμένος σαν ιερέας, εξομολογεί και απαλύνει με χαριτωμένο τρόπο τις «αμαρτίες» και την κακοκεφιά του εξομολογούμενου, συγχωριανού του, δημοσίως.Στους Λεράδες, συναντάμε τον έντονο ήχο από τις κουδούνες, τα λέρια που βρίσκονται κρεμασμένα στη μέση των μεταμφιεσμένων ανδρών. Χορεύουν και ζώνουν με τη θωριά τους και τον βροντερό ήχο, τους επισκέπτες και τους συντοπίτες καλώντας τους σε αλλοπρόσαλλο βηματισμό που υποδηλώνει το χορό όσων θέλουν να τρέξουν, αλλά μένουν στον ίδιο τόπο.

 

Όπως παρόμοια και στο έθιμο του Τσαγκάρη που όλο μπαλώνει το στιβάνι του συντοπίτη του αλλά ποτέ δεν το τελειώνει με αποτέλεσμα να μαλώνουν συνεχώς.Σε αυτό το «παιχνίδι» όλες τις ημέρες του Τριωδίου και των Αποκριών οι γεύσεις και οι μυρωδιές έχουν το δικό τους τεράστιο κεφάλαιο που λέγεται τοπική κουζίνα, άμεσα συνυφασμένη με το πώς οι νοικοκυρές θα μπορέσουν με τα καλούδια τους και τη μαγειρική τους τέχνη, να κάνουν τους ανθρώπους γύρω τους να χαμογελάσουν απολαμβάνοντας όλα όσα στρώνονται στο τραπέζι της κάθε μέρας ξεχωριστά.

 

Και κάπου εκεί να βρεθεί ο χρόνος για το ασβέστωμα των τοίχων, των μπεντενιών και των πεζοδρομίων για να είναι όλα άσπρα και καθαρά, για κάθε επισκέπτη που θα βρεθεί στο σπιτικό τους ή στη γειτονιά τους.Μέχρι το Ψυχοσάββατο που όπως πολλοί λένε οι ψυχές είναι εκεί και βλέπουν τις πράξεις των ανθρώπων. Καμία εργασία δεν πραγματοποιείται ούτε καν γεωργική μιας και οι ψυχές στεναχωριούνται όπως λένε οι παλιές ιστορίες των γερόντων. Οι νοικοκυρές κυρίως στα χωριά φτιάχνουν τα γευστικότατα κόλλυβα, πάνε στις εκκλησιές τα ευλογούν και τα μοιράζουν στους συγγενείς και φίλους για τη συγχώρεση και την ανάπαυση των ψυχών.


Τα «μουζώματα» στον Αρχάγγελο



Ξεχωριστός και πιο εντυπωσιακός είναι ο εορτασμός των Αποκριών στο χωριό Αρχάγγελος της Ρόδου, ένα χωριό που κρατά τις παραδόσεις και τα έθιμα από τους περασμένους αιώνες, από γενιά σε γενιά. Το αποκορύφωμα του εορτασμού είναι το σκηνικό της Καθαρής Δευτέρας όπου επικρατούν τα «μουζώματα» και τα «αλευρώματα», παράλληλα με το γλέντι, τις μεταμφιέσεις και την σάτυρα.Όλοι οι κάτοικοι του χωριού και οι επισκέπτες είναι υποχρεωτικό να βάψουν μαύρα τα πρόσωπα τους και να κυκλοφορούν έτσι, όλη την διάρκεια της Καθαρής Δευτέρας. Όσοι δεν το κάνουν μόνοι τους υποχρεώνονται να το κάνουν, έστω και με το ζόρι ενώ, την ίδια τύχη έχουν και οι επισκέπτες του χωριού.Μέρος του εορτασμού είναι και τα «αλευρώματα» στα οποία επιδίδονται μεγάλοι και μικροί κάνοντας ακόμα πιο ξεχωριστό τον εορτασμό της Καθαρής Δευτέρας στο συγκεκριμένο χωριό.

Το έθιμο με τα «μουζώματα» έχει τις ρίζες του αρκετές δεκαετίες πίσω και σύμφωνα με κάποιους λαογράφους είναι κατάλοιπο των Διονυσιακών γιορτών. Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του Πολιτιστικού συλλόγου Αρχαγγέλου «Ναίθωνας» Μιχάλης Τσακίρης, τα παλαιότερα χρόνια οι κάτοικοι του χωριού την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας ντύνονταν με προβιές από πρόβατα και κατσίκια, που ετοίμαζαν το προηγούμενο χρονικό διάστημα και κάλυπταν τα πρόσωπα τους με πίτουρα και σπασμένο κάρβουνο στο οποίο έριχναν λίγο λάδι. Τώρα, το βάψιμο των προσώπων γίνεται με σύγχρονα μέσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου