Η έννοια της γιορτής βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στον εορταστικό, τον ιερό χρόνο και στον καθημερινό. Κατά τον εορταστικό χρόνο οι καθημερινές ασχολίες των ανθρώπων σταματούν. Το χριστιανικό εορτολόγιο είναι ενιαίο για όλο τον ελληνισμό καθώς προέρχεται από το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Αποτυπώνει στον κυκλικό χρόνο του έτους την ιερά ιστορία, όπως την οργάνωσε η χριστιανική θεολογία και περιλαμβάνει γιορτές προσώπων από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη αλλά και πρόσωπα από την ιστορία της χριστιανικής Εκκλησίας. Οι γιορτές διακρίνονται σε κινητές και ακίνητες. Οι ακίνητες εορτάζονται μια σταθερή ημέρα μέσα στο έτος. Έτσι, τα Χριστούγεννα εορτάζονται στις 25 Δεκεμβρίου, στη χειμερινή τροπή του ήλιου.
Παράλληλα με το χριστιανικό εορτολόγιο οι αγροτοποιμενικοί πληθυσμοί διατήρησαν πανάρχαια έθιμα που συνδέονται με τον φυσικό κόσμο και τις αντιλήψεις τους γι’ αυτόν, την γονιμότητα, τη ζωή και το θάνατο κ.λπ.
Ο χρόνος για το λαϊκό άνθρωπο δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Στον παραδοσιακό πολιτισμό η εμπειρία του χρόνου βιώνεται με βάση τις εργασίες που πρέπει να γίνουν σε κάθε στιγμή του έτους στο πλαίσιο της σχέσης της κάθε τοπικής κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον και της ένταξής της στο γενικότερο οικονομικό σύστημα. Έτσι για παράδειγμα, ο Μάρτιος είναι για τους μαστόρους της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας ο μήνας κατά τον οποίο, μετά το πέρας της Αποκριάς και των χειμερινών γιορτών αναχωρούν για το πρώτο ταξίδι προς ανεύρεση εργασίας. Το ταξίδι λεγόταν μαρτιάτικο αλλά και σαρακοστιανό, καθώς διαρκούσε μέχρι το Πάσχα στην περίπτωση που η περιοχή της εργασίας τους δεν ήταν πολύ απομακρυσμένη. Ο Μάρτης είναι επίσης «γδάρτης και παλουκοκάφτης», μια δύσκολη περίοδος στον ετήσιο κύκλο καθώς τέλειωναν τα εφόδια και τα καυσόξυλα και μια παρατεταμένη κακοκαιρία έβαζε σε κίνδυνο τις εύθραυστες ισορροπίες των αγροτικών κοινοτήτων. Για τους αγρότες ο Ιανουάριος είναι ο Γενάρης, ο μήνας που γεννιούνται τα αρνιά (και δεν θυμίζει τίποτε από την προέλευσή του από το λατινικό Janus, Ιανός, ο Θεός με τα δύο πρόσωπα), ο Ιούνιος είναι Θεριστής, ο μήνας του θερισμού και ο Ιούλιος Αλωνάρης, αυτός του αλωνισμού. Καλή χρονιά για τον παραδοσιακό άνθρωπο είναι εκείνη η χρονιά κατά την οποία έχει καλή σοδειά.Με την εορτή του αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου), γεωργικού αγίου, και προστάτη των γεωργών, έχουμε το πέρασμα προς τον χειμωνιάτικο κύκλο των γιορτών με την έναρξη της νηστείας των Χριστουγέννων, της Μικρής Σαρακοστής ή Σαρανταημέρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η γιορτή του Αγίου Φιλίππου ονομάζεται Μικρή Αποκριά και δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Μεγάλη Αποκριά που συνδέεται με τον κύκλο του Πάσχα.
Η αγιά Βαρβάρα βαρβαρώνει, (δηλ. αγριεύει το κρύο),
ο άγιος Σάββας σαβανώνει (τυλίγει σε άσπρο σάβανο, το χιόνι)
και ο άγιος Νικόλας παραχώνει στο χιόνι, ή ασπρίζει τα γένια του.
Ο λαός λέει ακόμη:
Η αγιά Βαρβάρα το γέννησε (ενν. το χιόνι),
ο άι Σάββας το δέχτηκε
κι ο άι Νικόλας έδραμε να πα να το βαφτίσει.
Το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων αντικατέστησε πιθανότατα αρχαιοελληνικές ή ρωμαϊκές γιορτές, συνδεδεμένες με τις χειμερινές τροπές του ήλιου (22 Δεκεμβρίου), όπως τα Σατουρνάλια, τα Κρόνια κ.ά. Περιλαμβάνει τις ημέρες από την παραμονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) μέχρι την παραμονή των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου). Έτσι, είναι φυσικό, οι χριστιανικές γιορτές, όπως είναι η Γέννηση του Χριστού, η εορτή του Αγίου Βασιλείου, η Περιτομή και η Βάπτιση να έχουν συνδεθεί με ειδωλολατρικές συνήθειες που αποσκοπούσαν στον εξευμενισμό των δαιμονικών όντων και στην ευετηρία (καλοχρονιά). Κύριο χαρακτηριστικό των ημερών αυτών είναι οι αγερμοί (κάλαντα) από μικρούς και μεγάλους, οι μεταμφιέσεις, οι προληπτικές ενέργειες για το καλό της χρονιάς κ.ά.
Τα χοιροσφάγια
Σχηματίζονταν παρέες στα σπίτια και δοκίμαζαν τους χοιρινούς μεζέδες και παρασκεύαζαν τα λουκάνικα, τα απάκια και τα σύγλινα. Τα οικογενειακά γλέντια κρατούσαν όλο το δωδεκαήμερο. Χαρακτήρα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο είχε η συνήθεια να στέλνουν «τα σκουτελικά για ψυχικό» δηλαδή καλάθια με δώρα, κυρίως φαγώσιμα στα φτωχότερα μέλη της κοινότητας.
Συχνά ο λαός αιτιολογεί με το δικό του τρόπο τα χοιροσφάγια ενσωματώνοντας το θείο δράμα στη δικιά του εμπειρία. Στη Θεσσαλία πιστεύουν ότι, σύμφωνα με μια μαρτυρία «τα Χριστούγεννα σφάζαμι τα γουρούνια, γιατί τα Χριστούγεννα πήγινι η Παναγιά μι τουν Ιουσήφ και του Χ’ στό στ’ ν Αίγυπτου, να μη τ’ σφάξ’ η Ηρώδ’ς. Μπρουστά πηγαίναν η Παναγία μι τουν Ιουσήφ και πίσου τα γ’ ρούνια χαλούσαν τα χνάρια».
Τα Χριστούγεννα και τα έθιμά τους
Την παραμονή των Χριστουγέννων παιδιά ή άντρες γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τα κάλαντα. Στη Χίο το βράδυ της παραμονής ομάδες παιδιών ή ανδρών γύριζαν στα σπίτια με τύμπανα και φλογέρες ή με μουσική και έψαλλαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα:
Στην περιοχή Κοζάνης τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα κρατώντας ένα ξύλο μήκους μισού μέτρου και σχήματος Τ (την τζομπανίκα) για να χτυπούν τις πόρτες και ένα τροβά (υφαντό σακούλι για τα δώρα). Οι νοικοκυρές τους «φιλεύουν» μήλα, σύκα, καρύδια, κάστανα, κουλουράκια (κολιαντίνες), αβγά, χρήματα κ.ά.
Στην Ήπειρο, την παραμονή των Χριστουγέννων τραγουδούσαν:
Το χριστόψωμο
Τα Χριστούγεννα κάθε νοικοκυρά με ιδιαίτερη φροντίδα παρασκεύαζε το χριστόψωμο. Συνήθως το σχήμα του είναι στρογγυλό και στη μέση της επιφάνειάς του κολλούν ένα σταυρό από ζυμάρι. Στο κέντρο και τις άκρες του σταυρού βάζουν καρύδια και αμύγδαλα, σύμβολο πλούσιας καρποφορίας. Ο διάκοσμός του έχει και συμβολική σημασία και είναι ανάλογος με την ασχολία του νοικοκύρη: βόδια, αλέτρι και αλώνι για το γεωργό, πρόβατα, κατσίκια και στάνη για τον τσοπάνο. Χαρακτηριστικό ήταν το χριστόψωμο των Σαρακατσάνων, του ποιμενικού και νομαδικού αυτού πληθυσμού με ολόκληρη στάνη πάνω του. Οι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν και ένα άλλο ακόμα ψωμί «την τρανή χριστοκουλούρα» για τα πρόβατά τους, για να τα ευλογήσει ο Χριστός.
Στη δυτική Μακεδονία κάνουν και τις «κολιαντίνες», μικρά χριστόψωμα για τα παιδιά που λένε τα κάλαντα.
Το χριστόψωμο έχει εξέχουσα θέση στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι το οποίο σε αρκετά μέρη στρώνεται από την παραμονή. Λέγεται και τραπέζι της Παναγιάς. Στη Θράκη και τη Μακεδονία το λένε και «τα εννέα φαγιά», επειδή σ’ αυτό πρέπει να υπάρχουν εννιά ειδών φαγητά. Σε κάποιες περιοχές το τραπέζι που στρώνουν την παραμονή δεν το σηκώνουν, μόνο το σκεπάζουν και το αφήνουν για να φάει ο Χριστός.
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Οι καλικάντζαροι
Οι καλικάντζαροι έρχονταν την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν τα Θεοφάνεια. Έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος), κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), παγανά. Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν οι καλικάντζαροι και στους βαλκανικούς λαούς. Και στους άλλους χριστιανικούς λαούς εμφανίζονται δοξασίες για δαιμονικά όντα κατά το Δωδεκαήμερο: Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες. Παγανά είναι γενικότερα τα εξωτικά και τα φαντάσματα. Paganus σημαίνει τον χωρικό, τον αστράτευτον (παγάνα, παγανιά) και κατόπιν τον εθνικό και μη χριστιανό. Στα αγγλικά pagan είναι ο ειδωλολάτρης. Και παγανή Κυριακή σημαίνει την Κυριακή που δεν έχει άλλη εορτή. Παγανό αποκαλείται το αβάπτιστο νήπιο. Πιστεύεται ότι τα βρέφη που πέθαναν αβάπτιστα γίνονται παγανά, τελώνια, καλικάντζαροι.
Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνουν στη γη δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους. Η πίστη για τους καλικαντζάρους ως δαιμονικών όντων που ζουν κάτω από τη γη στηρίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης (το γαιοκεντρικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γη είναι ακίνητη και γύρω της κινούνται τα άλλα ουράνια σώματα. Η γη είναι προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού).
Μένουν ανάμεσα στους ανθρώπους 12 μέρες ως την παραμονή των Φώτων αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της Ζωής να αναβλαστήσει. Ο λαός τους φαντάζεται μαύρους και άσχημους, κουτσούς, ψηλούς με μάτια κόκκινα, πόδια τραγίσια και σώμα τριχωτό. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία καίει συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο. Διάλεγαν ένα κούτσουρο («δωδεκαμερίτης», «χριστόξυλο») και μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο. Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων τρέποντας σε φυγή τα δαιμόνια.
Οι βυζαντινοί είχαν τον βαβουτζικάριον (εφιάλτην). Ο Μιχαήλ Ψελλός γράφει ότι ένας αγράμματος και αφελής έβλεπε και την ημέρα φανταστικά όντα, όπως ο Ορέστης τις Ευμενίδες.
Σύμφωνα με μια παράδοση: «Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν «χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του». Γυρίζουν πίσω της Βάφτισης, και βρίσκουν το δέντρον ολάκερον, ακέριον μπίτι. Και πάλε κόβουν, και πάλ’ έρχονται κι ούλο φτόνι τη δουλειά κάνουν. Κυρίως κάνουν κακό (πνίγουν) στα αβάφτιστα παιδιά. Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές: Χύνουν το νερό, τ’αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει».
Τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό:
Το «Χριστόξυλο»
Την παραμονή των Χριστουγέννων, επειδή πιστεύουν ότι με την έναρξη του Δωδεκαημέρου, οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν πάνω στη γη, αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της ζωής να αναβλαστήσει, και επιδιώκουν να δημιουργήσουν προβλήματα στους ανθρώπους, οι ένοικοι του σπιτιού προσπαθούν να κρατούν αναμμένη τη φωτιά στην εστία. Επιλέγουν μάλιστα ξύλα δέντρων που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «παντρεύουν». Και ο αριθμός των ξύλων ή το είδος του δέντρου συμβολίζει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού ή το αντρόγυνο ή το αντρόγυνο και τον κουμπάρο.
Στα Aγραφα «την παραμονή των Χριστουγέννων παντρεύουν τη φωτιά τους. Βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη. Και τα βάνουν χλωρά στη φωτιά, για να καούν». Στην Κέρκυρα βάζουν και τρίτο ξύλο, που συμβολίζει τον κουμπάρο, ενώ στη Λευκάδα ο νοικοκύρης, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυο ξύλα, (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό) χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και λίγο κρασί, ψάλλοντας δ’ αμέσως το «Ευλογητός ει, Κύριε», ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα. Έτσι γίνεται το πάντρεμα της γωνιάς. Στη Θράκη «ο σπιτονοικοκύρης κόβει τρία ξύλα τριών λογιών ίσαμε ένα μέτρο, απού δέντρα π’ κάνουν καρπό, και τα βάζ’ στου τζάκι απού βραδύς του Χριστού θα καίουνται απού λίγου, ώς την παραμονή των Φώτων».
Η φωτιά των Χριστουγέννων και του Δωδεκαημέρου συγκεντρώνει την οικογένεια γύρω από την εστία, όπου και μαντεύει με φύλλα χλωρά ελιάς ή καρυδιάς ή δάφνης ή σούρβα ή κουκούτσια από κρανιές ή φύλλα πρίνου την εξέλιξη της υγείας και ευτυχίας των μελών της και του σπιτιού (υγεία ή θάνατο, ευφορία ή αφορία).
Στην Καστοριά, το βράδυ της παραμονής ανάβουν στο τζάκι τη μεγαλύτερη φωτιά βάζουν τη μεγαλύτερη «κουρφάδα» (=χοντρό κορμό) δέντρου, «για να φασκιώσ’ η αρκούδα». Στην Ήπειρο την Πρωτοχρονιά συνηθίζουν να ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας τα εξής:
Στην Κερασούντα του Πόντου την ημέρα των Χριστουγέννων, τα ξημερώματα, τα κορίτσια κατέβαιναν στην παραλία, μάζευαν πετραδάκια και τα σκορπίζανε στο σπίτι. Επίσης έσχιζαν λεπτοκάρυα και τα περνούσαν στα φύλλα κλάδου ελιάς και τα κρεμούσαν στο εικονοστάσι καθώς και στις αυλόθυρες και τα εργαστήρια.
Εκτός από την ελιά κατά τη διάρκεια των αγερμών τα παιδιά κρατούσαν κλαδιά κρανιάς, δένδρου με ιδιαίτερα γερό ξύλο. Στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως το πρωί της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά, ηλικίας 12-15 ετών, γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκια) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρη και τους οικείους στη ράχη λέγοντας:
Οι εποχικές πυρές (φανοί)
Page Style
Current Style: Standard
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου