Κτισμένο σε υψόμετρο 280 έως 360 μέτρων,
το Πλαίσιο Θεσπρωτίας είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός του δήμου
Φιλιατών.
Πρόκειται για ένα ορεινό χωριό, κτισμένο πάνω σε λόφο, στην κορυφή του οποίου στέκεται η εκκλησία του οικισμού. Το χωριό κτίστηκε στα νεότερα χρόνια πάνω στα ερείπια ενός κάστρου των βυζαντινών - πιθανώς και υστερορωμαϊκών - χρόνων.
Ο πληθυσμός, ασχολούμενος κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία, αλλά και με το εμπόριο και τη βυρσοδεψία, το 1928 αριθμούσε 672 κατοίκους, διαθέτοντας δημοτικό σχολείο - από τα πρώτα στη περιοχή - και ταχυδρομικό γραφείο. Το 2001 το χωριό αριθμούσε 137 κατοίκους.
Η αρχική ονομασία του χωριού ήταν
Πλησίβιτσα ή Πλησιβίτσα. Το 1928 μετονομάστηκε σε Παράβρυσος και τον επόμενο
χρόνο έλαβε το όνομα που φέρει και σήμερα.
Το χωριό παρουσιάζει πλούσιο ιστορικό ενδιαφέρον. Τη γραφική πλατεία του χωριού κοσμούν αγάλματα όπως είναι αυτό της Κυρά - Βασιλικής, κόρης του Κίτσου Κονταξή, που γεννήθηκε εκεί το 1792 και έπαιξε σημαντικό ρόλο την περίοδο της τουρκοκρατίας αλλά και της ελληνικής επανάστασης. Μεταξύ των αξιοθέατων της περιοχής είναι το Κάστρο Κασνετσίου, στην κορυφή ενός κωνικού λόφου, καθώς και το τζαμί Κώτσικας.
Κάστρο Κασνέτσι ή Καλιάς
Το αρχοντικό Κονταξή
Στο μεγάλο χώρο της Αμπολιάνας είχε προέκταση το αρχοντικό του Κίτσου
Κονταξή, με τις αυλές και τους κήπους του. Κατά διαταγή του τότε σουλτάνου της Τουρκίας ήλθε
ο ίδιος ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων με ικανό αριθμό στρατού περικύκλωσαν το σπίτι
συνέλαβε τον Κίτσο Κονταξή κα τον οδήγησε στις φυλακές Ιωαννίνων
με την ενοχή του κιβδηλοποιού, άρπαξε την κόρη του Βασιλική, την μετ’ έπειτα
βεζιροπούλα και εκλεκτή γυναίκα του, την ξακουσμένη Κυρά – Βασιλική, ενώ λίγο
αργότερα λεηλάτησαν οι στρατιώτες του, αρπάζοντας τους θησαυρούς
που έιχε στο αρχοντικό του.Πέρασαν χρόνια. Η Βασιλική μεγάλωσε. Η εξυπνάδα της δάμασε το
στυγερό δολοφόνο Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Τον ανάγκασε στο χώρο του αρχοντικού
της που υπεραγαπούσε να της κτίσει παλάτι το ονομαστό Σαράι της ΚυράΒασιλικής της Πλεσίβιτσας. Ήταν ένα τεράστιο
οικοδόμημα πολυώροφο τουλάχιστον τριών ορόφων, όπως διεσώθη από
στόμα σε στόμα από την παράδοση και από προσωπική μαρτυρία των θεμελίων
των ερειπίων του, υπήρχαν έως τη δεκαετία του 1950.
Το παράνομο νομισματοκοπείο και η αρπαγή της
κυρά-Βασιλικής
Στα
χρόνια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων στρατιωτικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό. Η
πληροφορία ότι είχε στηθεί παράνομο νομισματοκοπείο, που έπληττε τα οικονομικά
συμφέροντα του πασαλικιού, τον εξόργισε και αποφάσισε να κάνει επιδρομή για να
το διαλύσει. Υπεύθυνος για την κοπή κίβδηλων νομισμάτων θεωρήθηκε ο Χρήστος
Κονταξής, πατέρας της πανέμορφης κυρα- Βασιλικής που έμελλε να κλέψει την
καρδιά του Αλή πασά. Ο πατέρας της είχε βρει μια σπηλιά σε ένα απρόσιτο μέρος
ανατολικά της Πλεσιβίτσας, όπου έστησε το παράνομο εργαστήριο με μηχανήματα που
είχε φέρει από τη Βενετία. Κατά τη διάρκεια κοπής των νομισμάτων, έμπιστοι
τσοπάνηδες φύλασσαν την περιοχή. Για αντιπερισπασμό άφηναν τα κοπάδια τους να
βοσκήσουν, ενώ οι σκύλοι τους θα τους ειδοποιούσαν, αν κάποιος άγνωστος
πλησίαζε απειλητικά.
Ο πατέρας της είχε βρει μια σπηλιά σε ένα
απρόσιτο μέρος ανατολικά της Πλεσιβίτσας, όπου έστησε το παράνομο εργαστήριο με
μηχανήματα που είχε φέρει από τη Βενετία. Κατά τη διάρκεια κοπής των
νομισμάτων, έμπιστοι τσοπάνηδες φύλασσαν την περιοχή. Για αντιπερισπασμό άφηναν
τα κοπάδια τους να βοσκήσουν, ενώ οι σκύλοι τους θα τους ειδοποιούσαν, αν
κάποιος άγνωστος πλησίαζε απειλητικά. Στη συνέχεια τα νομίσματα μεταφέρονταν σε
κρύπτη μέσα στο σπίτι του Κονταξή. Η διακίνηση γινόταν μέσω πραματευτάδων που
ταξίδευαν με τα καραβάνια τους σε διάφορες μακρινές περιοχές. Κάποια στιγμή το
σχέδιο αποκαλύφθηκε. Τα κίβδηλα νομίσματα έπεσαν σε «λάθος» χέρια που το
ανέφεραν στους Τούρκους. Ο σουλτάνος έστειλε φιρμάνι στον Αλή πασά να βρει τους
κιβδηλοποιούς. Ο Κονταξής το πληροφορήθηκε και πήρε τα μέτρα του. Το μόνο που
κράτησε στην κρύπτη του ήταν η μήτρα των κίβδηλων. Οι έρευνες οδήγησαν την
οθωμανική αστυνομία στο Πλεσιβίτση, καθώς από εκεί προέρχονται οι περισσότεροι
έμποροι, που διακινούσαν το πλαστό χρήμα. Ο αρχιαστυνόμος Ταχήρ Αμπάζης είχε
αναλάβει την υπόθεση και ανέφερε ότι βασικοί ύποπτοι είναι οι Κονταξήδες, καθώς
και στο παρελθόν ασχολούνταν με την επεξεργασία μετάλλων. Ο Αλή πασάς ντύθηκε
απλός στρατιώτης και με μία φρουρά εφίππων ξεκίνησαν για το χωριό. Έφτασαν τα
μεσάνυχτα Ένας κολαούζος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του Κονταξή. Εκείνος
ρώτησε ποιος ήταν και εκείνος απάντησε «από την πόλη ασπρόρουχα κι από τη Βενετιά
χρυσαφικά». Αυτό ήταν το συνθηματικό, με το οποίο έμπαιναν μέσα οι έμποροι. Ο
Κοντάξης άνοιξε την πόρτα και οι οπλισμένοι άνδρες του Αλή εισέβαλαν στο σπίτι.
Η γυναίκα του έτρεξε χωρίς να την καταλάβει κανείς να κρύψει την μήτρα των
κίβδηλων νομισμάτων στο σημείο όπου μία κότα κλωσούσε τα αυγά της. Ο Ταχήρ
Αμπάζης με την απειλή μαχαιριού τους ανέκρινε για να του αποκαλύψουν πού ήταν
το εργαστήριό τους. Τους έλεγε ότι δεν θα σκοτώσουν μόνο αυτούς, αλλά όλο το
χωριό και μετά θα το κάψουν. Παρά τις εξονυχιστικές έρευνες δεν κατάφεραν να
βρουν ένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Το επόμενο πρωινό προχώρησαν σε συλλήψεις και
ανακρίσεις συγγενών των Κονταξήδων και όσων ασχολούνταν με το εμπόριο....
Πήραν τους άνδρες Κονταξήδες και τα μεγάλα
παιδιά τους και τα έκλεισαν σε αποθήκη στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Τα
γυναικόπαιδα τα κρατούσαν στην αυλή του αρχοντικού των Κονταξήδων. Κάποια
στιγμή η 14χρονη Βασιλική, κόρη του Χρήστου Κονταξή, έτρεξε προς το μέρος του
Αλή Πασά με δάκρυα στα μάτια. Γονάτισε μπροστά του και τον παρακάλεσε να αφήσει
τον πατέρα, τα αδέρφια και τους συγγενείς της να ζήσουν.
Ο Αλή Πασάς θαμπώθηκε από την ομορφιά της και λύγισε. Της υποσχέθηκε ότι δεν θα τους σκότωνε. Έτσι, δεν σώθηκαν μόνο αυτοί, αλλά και ολόκληρο το χωριό από σίγουρη πυρπόληση. Ο Αλή επέστρεψε στα Γιάννενα, παίρνοντας μαζί του και μερικούς Κονταξήδες για ανακρίσεις. Όμως, το μυαλό του ήταν πίσω στη Πλεσίβιτσα, στη νεαρή Βασιλική, που κατάφερε να ανακόψει το σχέδιο του να καταστρέψει το χωριό και να τιμωρήσει τους ενόχους. Τότε, διέταξε την απαγωγή της. Οι τούρκοι αξιωματούχοι συνωμότησαν με τη θεία της, Μαρίνα Τάτσαινα, η οποία πήρε το ανάλογο «μπαξίσι» και την οδήγησε σε απόμερο μέρος με τη δικαιολογία ότι θα πήγαιναν να κόψουν ξύλα. Οι τούρκοι στρατιώτες την άρπαξαν, την ανέβασαν πάνω στο άλογο και εξαφανίστηκαν. Η Βασιλική μόλις αντίκρισε τον Αλή πασά, τον παρακάλεσε για μια ακόμη φορά να αφήσει τους δικούς της ελεύθερους και εκείνος το έκανε.
Η αρπαγή της κυρά- βασιλικής, λαϊκή ζωγραφιά του 1969 (Συλλογή Α. Παπασταύρου) Πηγή εικόνας: το βιβλίο του Αναστάσιου Παπασταύρου «Αλή Πασάς. Από λήσταρχος ηγεμόνας)...
Την κράτησε στο χαρέμι του και αργότερα,
το 1808, την παντρεύτηκε. Έγινε η τελευταία σύζυγος του Αλή πασά και εκείνη που
του έκλεψε την καρδιά. Η Βασιλική έκτισε το σαράι της στην Αμπολιάνα, εκεί όπου
βρισκόταν παλιό το αρχοντικό της οικογένειας. Όμως, μετά τον αποκεφαλισμό του
Αλή Πασά το σαράι πυρπολήθηκε από τους κατοίκους, ώστε να μην εγκατασταθούν
εκεί Τούρκοι με τις οικογένειές τους. Στην Αμπολάνια υπήρχε και ένας πλάτανος,
τον οποίο ο Αλή πασάς είχε προστάξει να τον ποτίζουν με κρασί. Στην κεντρική
πλατεία του χωριού υπάρχει το άγαλμα της κυρα-Βασιλικής...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου