Το «ρουφέτι τον αγογιάτον»
Στο παλιό κατάστιχο της «Ζωοδόχου
Πηγής», ενός μικρού μοναστηριού στα νότια του Μετσόβου, επισημάναμε την
παρακάτω καταγραφή: «1707 απριλίου 22 σίν θεο άγιο ηδού γράφομε τά όσα έδοσαν
τό ρουφέτι τον αγογιάτον και σίμερον τά γράφομε τα οσα εδοσεν ο καθένας και
τα γράφομε τα ονόματα στίν πρόθεσι να φανουν ».
Στην συνέχεια, αφού ακολουθεί η
παράθεση προσώπων και ποσών, η καταχώρηση κλείνει με την εξής σημείωση: « 1707 Iουνίου 5 έγινε υ εκλισία ζοοδόχου πιγι τα ανοθεν αςπρα οπου υνε στο κατάστιχο
από το ρουφετι τον αγογιατον εγινε υ εκλισια στο μοναστιρι υ ζοοδοχου πιγί και
τα υχε λαβι ο κοτικορας οπου υταν πιτροπος κ(αι) εγινε υ εκλισια φικιαστικα
ας. 36.500 ».
Μεταξύ των στοιχείων που μας
παρέχει η ανωτέρω μαρτυρία επισημαίνουμε ιδιαίτερα τον αριθμό των μελών που
συγκροτούν το ρουφέτι τον αγογιάτον. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι περιλάμβανε μόνο
τα 67 πρόσωπα που αναγράφονται στη ανωτέρω πρόθεση το μέγεθος δεν παύει να
είναι σημαντικό. Η ημερομηνία καταχώρησης αυτών των ονομάτων καθιστά πολύ
πιθανή μία προγενέστερη του 18ου αιώνα επαγγελματική δράση των μελών αυτής της
συντεχνίας. Ας σημειωθεί ότι οι κάτοικοι της ορεινής πολίχνης, έχοντας οριστεί
φύλακες και διαχειριστές ενός κομβικού για τις επικοινωνίες της νότιας
Βαλκανικής περάσματος [4], γνωρίζουν άμεσα τα είδη και τις μορφές του χερσαίου
εμπορίου που διενεργούνται σε αυτόν τον χώρο. Η ύπαρξη λοιπόν μίας
επαγγελματικής ομάδας αγωγιατών το 1707 καθιστά πιθανή την ενασχόλησή τους με
τη διακίνηση εμπορευμάτων σε ακόμη παλαιότερες εποχές[5]. Η επιλογή των Γάλλων,
να καταστήσουν στις αρχές του 18ου αιώνα το Μέτσοβο κέντρο συγκέντρωσης και
διαμετακόμισης των προϊόντων της Πίνδου, προφανώς σχετίζεται με αυτή τους την
ιδιότητα [6]. Αξιοσημείωτη ως προς αυτό θέμα είναι και η μαρτυρία ύπαρξης
συνοικισμού Μετσοβιτών στη Μοσχόπολη του 17ου αιώνα[7]. Η εγκατάστασή τους σε
αυτή την πόλη της σημερινής νοτίου Αλβανίας μπορεί να ερμηνευτεί μόνο στα
πλαίσια της συμμετοχής των κατοίκων της στο εμπόριο που διεξαγόταν μεταξύ του
Αδριατικού και Οθωμανικού χώρου [8]. Ωστόσο, αγνοούμε, αν η παρουσία τους σε
αυτή οφειλόταν στην άσκηση του μεταφορικού επαγγέλματος ή στη συμμετοχή τους σε
κάποιες εμπορικού τύπου δραστηριότητες. Η τελευταία αναφορά μάς υποδεικνύει μία
δεύτερη πτυχή της οικονομικής δράσης των Μετσοβιτών εκείνης της περιόδου. Αφορά
τις εμπορικές δραστηριότητες που ασκεί τμήμα του πληθυσμού της ορεινής
πολίχνης. Με δεδομένο το γεγονός ότι η μετανάστευση κατοίκων της αποτελεί μία
πραγματικότητα που έχει επισημανθεί από παλιά, είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε
τις απαρχές της εμπορικής τους δράσης[9]. Ουσιαστικές πληροφορίες διαθέτουμε
από τα μέσα του 17ο αιώνα και μετά, που μαρτυρείται παρουσία Μετσοβιτών
πραματευτάδων στην Κωνσταντινούπολη και τη Βενετία, γεγονός που υποδεικνύει μία
πρόδρομη φάση ανάμειξής τους στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου [10]. Η
χρονική συγκυρία μάς επιτρέπει να αναφερθούμε σε μία σχετικά πρώιμη
κινητικότητα του πληθυσμού της ορεινής πολίχνης. Τα αίτια και οι ιστορικές
συσχετίσεις της παραμένουν πάντα ένα θέμα προς διερεύνηση [11].
Από τις ανωτέρω αναφορές γίνεται
αντιληπτό ότι ο άξονας διερεύνησης αυτής της μελέτης εστιάζει στη δράση των
αγωγιατών και εμπόρων του Μετσόβου κατά την οθωμανική περίοδο. Η επιλογή μίας
παράλληλης παρουσίας αυτών των δύο ομάδων δεν προέκυψε τυχαία. Μεταξύ τους υφίστατο
πάντα μία δομική σχέση. Στον οθωμανικό χώρο και ιδίως στον Βαλκανικό η
διακίνηση των εμπορευμάτων διεξαγόταν σχεδόν αποκλειστικά με ημιόνους [12]. Το
εύρος και ο τρόπος δράσης των ιδιοκτητών τους προσέδιδε στο επάγγελμα του
αγωγιάτη διαστάσεις που υποδεικνύουν μία περαιτέρω αξιολόγηση του ρόλου του στα
πλαίσια διεξαγωγής του χερσαίου εμπορίου εκείνης της εποχής.
Το ιστορικογεωγραφικό πλαίσιο –
συνάφειες και αποκλίσεις
Η αναζήτηση ερμηνείας αναφορικά με
την παρουσία των Μετσοβιτών στα εμπορικά και μεταφορικά δίκτυα της εποχής δεν
μπορεί να αγνοήσει ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα
στον ηπειρωτικό-μακεδονικό χώρο μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα. Μεταξύ αυτών
επισημαίνουμε την ανέλιξη των βλαχικών κοινοτήτων αυτής της περιοχής, διεργασία
που αφορά άμεσα το Μέτσοβο ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα κέντρα αυτών των
κοινωνιών. Κατά τις υπογραμμίσεις της ιστοριογραφίας σημαντικό ρόλο σε αυτή την
ιστορική διαδικασία διαδραμάτισε η διείσδυση τμημάτων του πληθυσμού τους στο
εμπόριο του οθωμανικού χώρου. Αυτή η δράση τούς καθιστά σταδιακά μία από τις
σπουδαιότερες επαγγελματικές ομάδες του εμπορικού κόσμου των Βαλκανίων και των
Αψβουργικών χωρών[13]. Η απαρχή αυτής της εξέλιξης παραμένει δυσδιάκριτη.
Βασισμένη κυρίως σε πιθανολογήσεις, απορρέουσες από τα γενικότερα συμπεράσματα
της έρευνας αναφορικά με τη συγκρότηση του οικονομικού χώρου των Ελλήνων και
γενικότερα των χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν έχει ως
τώρα αναλυθεί ως προς τις ειδικότερες όψεις της.
Ειδικότερα στον
ηπειρωτικό-μακεδονικό χώρο οι ανωτέρω διεργασίες ερμηνεύονται συχνά από τη
σχετική ιστοριογραφία ως εξελικτική παράμετρος των κτηνοτροφικών του
κοινωνιών[14]. Η μεγάλη κτηνοτροφία [15], βασική τους ενασχόληση εδώ και
αιώνες, ευνοημένη από τις γενικότερες εξελίξεις στον χώρο Οθωμανικής
αυτοκρατορίας και ευρύτερα του ευρωπαϊκού κόσμου [16], αποκτά διαστάσεις
σημαντικής οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο του ανερχόμενου
καπιταλισμού[17]. Παράλληλα, πάντα στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, οι μεσαιωνικής
καταβολής οικισμοί της κτηνοτροφικής ζώνης εξελίσσονται σε αναπτυγμένες ορεινές
πολίχνες του Οθωμανικού κόσμου [18]. Διαμορφώνεται, έτσι, το μοντέλο της
ορεινής κτηνοτροφικής πόλης ή πόλης της υπαίθρου, όπως αποκαλείται στην
ελληνική ιστοριογραφία [19].
Χωρίς αμφιβολία το ανωτέρω
ιστορικό σχήμα αναδεικνύει ορισμένες πτυχές της κοινωνικοοικονομικής ανέλιξης
των ορεινών πληθυσμών του ηπειρωτικού-μακεδονικού χώρου. Προσανατολισμένο,
ωστόσο, στην ανάγκη αποτύπωσης ενός ευρύτερου ιστορικού πλαισίου δεν αποφεύγει
ορισμένες γεωγραφικές, χρονικές και εθνολογικές γενικεύσεις. Μία διεξοδικότερη
προσέγγιση θα αποκάλυπτε ότι η επαγγελματική ενασχόληση με τις εμπορικές
μεταφορές δεν ασκούνταν από το σύνολο των κοινωνιών αυτού του χώρου ούτε καν
από τις κτηνοτροφικές παρά μόνο από τμήματα κατοίκων συγκεκριμένων
οικισμών[20]. Συνεπώς, η ερμηνεία που θέτει ως προϋπόθεση για την ανέλιξη αυτών
των πληθυσμών την αποδοχή ενός κτηνοτροφικού κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου,
απαιτεί μία πιο εμπεριστατωμένη προσέγγιση. Σαφώς τα τσελιγκάτα διέθεταν
αυξημένες δυνατότητες συντήρησης υποζυγίων[21]. Επιπλέον, η μεγάλη κτηνοτροφία
ήταν ο μόνος αγροτικός κλάδος της εποχής που έθετε άμεσα σε ενέργεια μία
εμπορική και βιοτεχνική διαδικασία. Ωστόσο, αυτές οι προϋποθέσεις δεν οδηγούν
πάντα στην γέννηση μίας κοινωνίας μεταφορέων και εμπόρων. Μία νομοτελειακή
αποδοχή αυτής της αντίληψης σημαίνει ότι όσοι οικισμοί της Πίνδου διέθεταν
αναπτυγμένη κτηνοτροφική οικονομία έπρεπε να αναδείξουν επαγγελματικές ομάδες
αγωγιατών και πραματευτάδων[22]. Στο παράδειγμα του Μετσόβου επαληθεύεται ως
ένα βαθμό η ανωτέρω προβληματική. Παρόλο που διέθετε τις τεχνικές και
οικονομικές προϋποθέσεις για την μετατροπή του σε ένα «απόλυτα κτηνοτροφικό
χωριό» [23], οι κάτοικοί του δεν ακολούθησαν ποτέ την κυρίαρχη τάση των
υπολοίπων κοινωνιών της Πίνδου [24]. Αντίθετα, διατήρησαν το πολύμορφο αγροτικό
σύστημα που εντοπίζουμε στην περιοχή ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια, στο οποίο ο
κτηνοτροφικός κόσμος συνυπάρχει με τον κόσμο των ορεινών γεωργών[25]. Μάλιστα,
η τελευταία ομάδα υπήρξε ο κύριος δημογραφικός τροφοδότης της αναπτυσσόμενης
βιοτεχνικής, μεταφορικής και εμπορικής ομάδας του οικισμού. Αυτή η διεργασία
αντανακλάται άμεσα στην κοινωνική διάρθρωση του πληθυσμού, όπου παρατηρούμε
τους αγωγιάτες-εμπόρους από την μία πλευρά και τους κτηνοτρόφους από την άλλη
να συγκροτούν δύο διακριτά μεταξύ τους κοινωνικοοικονομικά στρώματα [26]. Η
επισήμανση αυτής της διαφοροποίησης, υπαρκτή και σε άλλους οικισμούς που
ανέδειξαν μεταφορικές, εμπορικές και παράλληλα κτηνοτροφικές ομάδες [27], θέτει
ένα δομικό για την ιστορική ερμηνεία ερώτημα. Η ενασχόληση των κατοίκων των
ορεινών κέντρων του ηπειρωτικού-μακεδονικού χώρου με τις μεταφορές και το
εμπόριο αποτελεί απόρροια της κτηνοτροφικής ανάπτυξης ή αυτά συνιστούν
οικονομικές δραστηριότητες που ανεδείχθησαν και εξελίχθησαν αυτόνομα; Ακόμη και
αν υιοθετήσουμε την πρώτη εκδοχή, η απαρχή αυτής της διαδικασίας παραμένει ως
ζήτημα από τη στιγμή που, ειδικότερα στον χώρο των μεταφορών, εντοπίζουμε
επαγγελματική παρουσία Βλάχων αγωγιατών από τα μεσαιωνικά χρόνια. Σύμφωνα με
τις πηγές αυτή η ομάδα ασκεί, πάντα στα πλαίσια της διαμετακόμισης και
ορισμένες μεταπρατικές δραστηριότητες [28]. Δημιουργείται έτσι ο εύλογος
προβληματισμός κατά πόσο η επαγγελματική τους συγκρότηση αποτελεί ένα φαινόμενο
που εντάσσεται στην ιστορική περιοδολόγηση του οθωμανικού κόσμου ή αποτελεί μία
συνέχεια του μεσαιωνικού κόσμου των Βαλκανίων. Τέλος, μία ολοκληρωμένη ανάλυση
αυτού του θέματος δεν μπορεί να αγνοήσει τον ρόλο του γεωγραφικού παράγοντα.
Παραμένει πάντα προς διερεύνηση η σχέση των ορεινών περασμάτων με τη μεταφορική
εξειδίκευση των κοινωνιών που χειρίζονταν ορισμένα σημαντικά δερβένια.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις
υποδεικνύουν την ανάγκη μίας εκ νέου προσέγγισης ορισμένων πτυχών της
διαδικασίας μετεξέλιξης των κατοίκων ορισμένων οικισμών του
ηπειρωτικού-μακεδονικού χώρου σε αγωγιάτες και πραματευτάδες. Η έλλειψη
στοιχείων παραμένει πάντα ένα σημαντικό εμπόδιο για την πραγματοποίησή της. Σε
αυτήν την περίπτωση η γνώση της εσωτερικής πραγματικότητας των κοινωνιών προέλευσής
τους μπορεί να αποβεί χρήσιμη. Δεν αναφέρομαι μόνο στην αξιοποίηση τοπικών
πηγών αλλά και στα δεδομένα της ανθρωπολογικής έρευνας. Συχνά αναδεικνύονται
στοιχεία των τοπικών πολιτισμών που παραπέμπουν σε άγνωστες ωστόσο χρήσιμες για
την ιστορική έρευνα πτυχές του οικονομικού τους παρελθόντος [29].
Το αρχικό περιβάλλον - κοινωνικοί
και οικονομικοί συσχετισμοί
Στα πλαίσια της ανωτέρω ανάλυσης η
μαρτυρία του κατάστιχου του 1707 αποκτά μία ειδικότερη σημασία, δεδομένου ότι
μας προσφέρει τη δυνατότητα να θέσουμε κάποιες σταθερότερες χρονικές
συντεταγμένες αναφορικά με τα πρώιμα στάδια της εμπλοκής αυτών των πληθυσμών
στις χερσαίες εμπορικές μεταφορές του οθωμανικού χώρου. Αν και αφορά μία τοπική
περίπτωση, η σημασία της παραμένει ευρύτερη, δεδομένου ότι οι καρβανάρηδες [30]
του Μετσόβου αποτέλεσαν μία από τις βασικές συνιστώσες του.
Παρά τη διάθεση αυτών των σχετικά
πρώιμων μαρτυριών η οικονομική δράση των αγωγιατών, των εμπόρων και γενικότερα
των κατοίκων του οικισμού δεν μπορεί να αποτυπωθεί με ακρίβεια για ένα μεγάλο
χρονικό διάστημα του 18 ου αιώνα. Μαρτυρίες τοπικών πηγών συνηγορούν στο ότι τα
μέλη της συντεχνίας των αγωγιατών του 1707 ή οι άμεσοι απόγονοί τους δεν ασκούν
μόνο μεταφορικές αλλά και ορισμένες μεταπρατικές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα εμφανίζονται
στην αγορά του Μετσόβου ως πωλητές ορισμένων προϊόντων [31], γεγονός που
προϋποθέτει σταθερά σημεία διάθεσης αυτών [32]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η
συστηματική τους παρουσία ως χορηγών και κτητόρων ναών και μονών της
περιοχής[33]. Η διάθεση αυτών των κεφαλαίων δημιουργεί συνειρμούς αναφορικά με
την προέλευσή τους, εφόσον προϋποθέτει μία διευρυμένη οικονομική δραστηριότητα.
Η σχέση τους με την τοπική εκκλησία δεν περιορίζεται μόνο σε αφιερωματικές
πράξεις αλλά επεκτείνεται και σε μία συστηματική συμμετοχή στις οργανωτικές της
δομές. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τη συμβολή του πολιτισμικού περιβάλλοντος στην
εκδήλωση μίας ισχυρής και γνήσιας θρησκευτικής συνείδησης, χρήσιμο είναι να
επισημανθούν και ορισμένες κοινωνικές και οικονομικές πτυχές αυτής της
θρησκευτικότητας. Στην περίπτωσή μας συνδέονται άμεσα με τη θέση της Χώρας
Μετσόβου [34] στο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης του Οθωμανικού κράτους.
Αναφερόμαστε στην πολιτική, φορολογική και εκκλησιαστική αυτοδιαχείριση που
απολαμβάνουν οι κάτοικοι της περιοχής από τα μέσα του 17ου αιώνα και μετά.
Εντός του νέου πολιτικού πλαισίου οι αγωγιάτες και κυρίως οι πραματευτάδες της
ορεινής πολίχνης, οι οποίοι συνιστούν το ευπορότερο κοινωνικό της στρώμα,
μεταλλάσσονται σταδιακά σε άρχουσα κοινωνική ομάδα.
Οι κοινωνικές και οικονομικές
συσχετίσεις αυτής της διεργασίας αποτυπώνονται με τον καλύτερο τρόπο στην
κοινωνική και πολιτική εξέλιξη των μελών των οικογενειών, των προσώπων που το
1707 συγκροτούσαν τη συντεχνία των αγωγιατών. Μεταξύ του 1748 και του 1800
εντοπίζουμε 60 άμεσους απογόνους ή συγγενείς τους να έχουν συμμετοχή στα κοινά
[35]. Η διατήρηση της κοινωνικής τους θέσης συνδέεται άμεσα με τη δυνατότητα
ανάληψης των φορολογικών υποχρεώσεων και άλλων κοινοτικών λειτουργιών της Χώρας
Μετσόβου. Αξιοσημείωτη ως προς το θέμα μας είναι και η πρακτική άντλησης
κεφαλαίων από την τοπική εκκλησία[36]. Πολλές από τις ομολογίες που
καταγράφονται στα κατάστιχα των ναών της περιοχής συνιστούν χρηματικά δάνεια
προς πρόσωπα που έχουν συγγενική σχέση με τα μέλη του ρουφετίου των αγωγιατών
του 1707 [37]. Οι ανωτέρω δράσεις προϋποθέτουν εκ μέρους τους διαθεσιμότητα
χρηματικών κεφαλαίων, κάτι που στο οικονομικό περιβάλλον της εποχής
επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από την άσκηση μεταπρατικών ή εμπορικών
δραστηριοτήτων.
Η ανέλιξη
Το ρουφέτι των αγωγιατών ως
συντεχνιακή οργάνωση καταγράφεται τελευταία φορά στις πηγές το 1759 [38]. Αυτή
η αναφορά δεν σηματοδοτεί και το τέλος της επαγγελματική τους δράσης. Οι
καρβανάρηδες του Μετσόβου όχι μόνο συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά καθίστανται μία
από τις πιο δραστήριες μεταφορικές ομάδες στο χερσαίο διαμετακομιστικό εμπόριο
του βαλκανικού χώρου [39]. Οι ευρύτερες διαστάσεις αυτής της εξέλιξης
ανιχνεύονται στην ανάπτυξη των εμπορευματικών σχέσεων στον χώρο της οθωμανικής
αυτοκρατορίας ιδίως κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα [40]. Έχοντας υπόψη,
ωστόσο, ότι κάθε ιστορική διεργασία αποτελεί ένα σύνολο τοπικών και ειδικών
συμπτώσεων, η συμμετοχή των καρβανάρηδων και ευρύτερα των κατοίκων του Μετσόβου
σε μία διευρυμένη εμπορική διαδικασία δεν παύει να αντανακλά και τα ειδικότερα
χαρακτηριστικά της κοινωνίας τους. Επισημαίνουμε ιδιαίτερα την ύπαρξη μίας
μεταπρατικής αντίληψης [41], η οποία ανιχνεύεται τόσο στον τρόπο εκμετάλλευσης
των τοπικών πόρων [42] όσο και ως κίνητρο μίας έντονης κινητικότητας του
πληθυσμού. Τα στοιχεία που διαθέτουμε φανερώνουν μία εκτεταμένη γεωγραφική
διασπορά ήδη από το πρώτο μισό του 18 ου αιώνα[43]. Αυτή γίνεται ιδιαίτερα
αισθητή στην Κωνσταντινούπολη. Το 1747 εντοπίζουμε εκεί ομάδα Μετσοβιτών που
ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα [44], ενώ κατά το διάστημα 1750-1800 καταγράφονται
53 πρόσωπα που είτε διαμένουν μόνιμα είτε μεταβαίνουν κατά περιόδους στην
πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους. Τρία από αυτά τα πρόσωπα καταγράφονται στις
πηγές ως αγωγιάτες [45], άλλα έξι ως τζελεπήδες [46] ή ζωέμποροι [47] , ενώ για
τους υπολοίπους δεν διαθέτουμε παρά ενδείξεις, οι οποίες ωστόσο συνηγορούν υπέρ
της άσκησης εμπορικής ή επιχειρηματικής δράσης. Η διάθεση από μέρους τους
έντοκων δανείων προς τις αρχές του Μετσόβου, προκειμένου να καλυφθούν φορολογικές
υποχρεώσεις και οι επενδύσεις σε κερδοφόρες κοινοτικές λειτουργίες [48],
υποδεικνύουν κατοχή σημαντικών χρηματικών κεφαλαίων, κάτι που καθιστά πιθανή
μία εμπορική ιδιότητά τους. Αυτή γίνεται περισσότερο εμφανής στις
συναλλαγματικές πρακτικές που χρησιμοποιούν κάθε φορά που αναλαμβάνουν τη
μεταβίβαση των φορολογικών εσόδων του Μετσόβου προς τις κεντρικές αρχές στην
Κωνσταντινούπολη[49]. Βέβαια η ακριβής οικονομική δράση αυτών των προσώπων
παραμένει ασαφής, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που διαθέτουμε αντλούνται κυρίως
από διοικητικά έγραφα. Αν και ως προς το συγκεκριμένο θέμα συνιστούν μία
εξαιρετικά φειδωλή πηγή, αυτά είναι αρκετά κατατοπιστικά αναφορικά με τον
πολιτικό-κοινωνικό τους ρόλο. Γνωρίζουμε έτσι ότι σχεδόν το σύνολο των προσώπων
που μετακινούνται ή μένουν στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια του 18ου
αιώνα, ανήκει στην άρχουσα κοινωνική ομάδα του Μετσόβου [50], η οποία, όπως ήδη
επισημάναμε, συγκροτούνταν κατά κύριο λόγο από πλούσιους πραματευτάδες.
Η ασάφεια των στοιχείων που
διαθέτουμε καθιστά συχνά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των μεταφορικών και
εμπορικών δραστηριοτήτων των Μετσοβιτών για το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα
[51]. Ενδεχομένως θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ως τεκμήριο εμπορικής
δραστηριότητας τη συχνή παρουσία τους σε συγκεκριμένα κέντρα του εξωτερικού.
Όμως, για τα Βαλκάνια και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες αυτό το στοιχείο δεν
εξασφαλίζει βεβαιότητες. Όντας ο κατεξοχήν χώρος δράσης των καραβανιών είναι
δύσκολο να διευκρινίσουμε αν η παρουσία τους εκεί φανερώνει πρόσκαιρη ή μόνιμη
διαμονή. Άλλωστε, η ίδια η φύση του εμπορίου εκείνης της περιόδου εμπεριέχει
ένα στοιχείο νομαδισμού, εφόσον κατά ένα σημαντικό βαθμό διενεργείται μέσω των
εποχικών εμποροπανηγύρεων [52].
Το τελευταίο τέταρτο του 18ου
αιώνα αρχίζουν πλέον να αποκαλύπτονται με μεγαλύτερη σαφήνεια οι διαστάσεις της
εμπορικής δράσης των κατοίκων του Μετσόβου. Για πρώτη φορά διαθέτουμε στοιχεία
όχι μόνο για μεμονωμένα πρόσωπα αλλά και για συντροφίες εμπόρων. Παράλληλα,
γίνεται αντιληπτή η ύπαρξη μίας εμπορικής κοινότητας των Μετσοβιτών.
Αναφερόμαστε στη λειτουργία συνεργατικών ή αλληλοκαλυπτόμενων εμπορικών
δικτύων, τα οποία δρουν σε ένα εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο. Η μετεξέλιξη
κατοίκων του Μετσόβου σε μεγαλεμπόρους δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά.
Οι δύο ομάδες, αγωγιάτες και έμποροι, συνυπάρχουν εξίσου σε όλη τη διάρκεια της
ιστορικής περιόδου που διερευνούμε. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε
ότι ως φαινόμενο αποκτά σημαντικές διαστάσεις κυρίως στο δεύτερο μισό του 18 ου
αιώνα. Η χρονική συγκυρία μάς παρέχει τη δυνατότητα ερμηνείας του στα πλαίσια
μίας γενικότερης ιστορικής διεργασίας που λαμβάνει χώρα εκείνη την περίοδο.
Αφορά την άνοδο και επικράτηση του «Έλληνα» πραματευτή στο εμπόριο του
Οθωμανικού χώρου [53]. Κάθε τοπική αναγωγή, ωστόσο, προϋποθέτει και την
επίγνωση ειδικότερων όψεων αυτής της διεργασίας. Στην περίπτωση του Μετσόβου
επισημαίνουμε ιδιαίτερα έναν γεωοικονομικό παράγοντα. Αφορά τη γειτνίασή του με
τα Γιάννενα, ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο του οθωμανικού χώρου [54], η
λειτουργία του οποίου εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τα ορεινά του περάσματα.
Αυτή η γεωγραφική παράμετρος είχε δημιουργήσει από παλιά μία αμφίδρομη
οικονομική σχέση μεταξύ των δύο περιοχών. Η διαμετακόμιση προϊόντων από και
προς τα Γιάννενα διενεργούνταν κυρίως από τους αγωγιάτες του Μετσόβου [55], ενώ
Μετσοβίτες έμποροι, που είχαν ως έδρα των δραστηριοτήτων την ιδιαίτερη πατρίδα
τους [56], στόχευαν πρωτίστως στον εφοδιασμό της αγοράς των Ιωαννίνων αλλά και
ευρύτερα στην εκμετάλλευση των αγορών της Ηπείρου. Ο γεωοικονομικός παράγοντας
θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και στις εμπορικές σχέσεις των Μετσοβιτών με τον
μακεδονικό και θεσσαλικό χώρο. Επισημαίνουμε την άμεση γειτνίαση με αυτές τις
περιοχές, καθώς και το γεγονός ότι τα περάσματα του Μετσόβου χρησιμοποιούνταν
για τη διεξαγωγή του κύριου όγκου των εμπορικών συναλλαγών τους με τη δυτική
Ελλάδα. Οι αγορές των Τρικάλων[57] και της Λάρισας [58] και οι εμποροπανηγύρεις
του Μαυρονόρους, του Περλεπέ και του Ζητουνίου [59], αποτελούν σημεία
συστηματικής παρουσίας αγωγιατών ή εμπόρων από το Μέτσοβο. Επισημαίνουμε εδώ τη
λειτουργία αυτών των περιοχών και ιδίως της Μακεδονίας ως οικονομικής ενδοχώρας
της Θεσσαλονίκης, η οποία στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έχει καταστεί
σημαντικό οικονομικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Τουρκίας[60] καθώς και το μεγαλύτερο
κέντρο διαμετακόμισης του βαλκανικού χώρου [61], γεγονός που τελικά ευνοεί την
ανάπτυξη των μεταφορικών και εμπορικών τους δικτύων. Εκτός από τη
Θεσσαλονίκη[62] παρουσία Μετσοβιτών εμπόρων και αγωγιατών προ του 1800
καταγράφεται στις Σέρρες [63], στην Κωνσταντινούπολη, στην Ουζουντζιόβα, στο
Σλίβεν, στο Σιστόβ, στο Ρουστσιούκ, στο Βουκουρέστι, στο Ιάσιο, στη Βιέννη και
στη Νίζνα [64]. Ο οικονομικός ρόλος αυτών των περιοχών στον χώρο της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης κατά τον 18ο και 19ο αιώνα τεκμηριώνει μία αρχική
επέκτασή τους βασισμένη στις μεγάλες εμποροπανηγύρεις και τους χερσαίους άξονες
του βαλκανικού εμπορίου[65].
Η πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα
σηματοδοτεί για το εμπόριο των Μετσοβιτών την απαρχή της πιο δυναμικής του
φάσης. Πλέον το γεωγραφικό και οικονομικό φάσμα της εμπορικής τους δράσης
ξεπερνά κατά πολύ τις αρχικές του διαστάσεις. Τα απώτατα όριά της εγγράφονται
μεταξύ Μόσχας, Καΐρου, Μάλτας, Λιβόρνου και Τεργέστης [66]. Μόνιμη εμπορική
παρουσία τους καταγράφεται επίσης στις πόλεις Κέρκυρα, Σέρρες, Φιλιππούπολη,
Οδησσός, Μπροντ, Μόσχα, Πετρούπολη, Σεβαστούπολη, Νίζνα, Θεσσαλονίκη, Κισινάου,
Ιάσιο, Ισμαήλιο, Κραϊόβα, Φοκσάνη, Γαλάτσι [67] και ευκαιριακή στα πανηγύρια ή
τις πιάτσες του Περλεπέ, του Σιστόβ, της Ουζουντζιόβας, του Ροστόβ, της
Ορσόβας, της Σμύρνης, της Κύπρου, και της Δαμασκού [68]. Φυσικά η
Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι και η Βιέννη [69], όπου δρούσαν από παλιά,
συνεχίζουν να παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις Μετσοβιτών εμπόρων.
Τέλος, θα πρέπει να προσθέσουμε και ένα νέο σχεδόν υπερπόντιο γι’ αυτούς κέντρο
εμπορικής δράσης, αυτό της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο [70]. Η τελευταία αναφορά
αποκαλύπτει ότι η φύση του εμπορίου τους έχει αποστασιοποιηθεί κατά πολύ από
την παραδοσιακή χερσαία διαμετακόμιση και τις εμποροπανηγύρεις των
Βαλκανίων[71]. Αν και η πρωταρχική του μορφή εξακολουθεί να απασχολεί ακόμη
τους συμπατριώτες τους, που διατηρούν ως έδρα τους το Μέτσοβο ή τα Γιάννενα,
ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς έχει πλέον συστήσει εμπορικούς οίκους,
εταιρείες και πρακτορεία σε μακρινά μέρη, όπου και ασχολούνται με κάθε μορφή
εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου.
Οι πραγματικές διαστάσεις της
γεωγραφικής και οικονομικής δράσης των καρβανάρηδων και πραματευτάδων του
Μετσόβου αποκαλύπτονται σε όλο τους το φάσμα στο σημαντικότατο, όσον αφορά το
θέμα μας, εμπορικό αρχείο της οικογένειας Στάμου [72]. Από τη μελέτη αυτού του
τεράστιου υλικού διαπιστώνουμε ότι, ήδη από το δεύτερο μισό του 18 ου αιώνα,
εκτός από την Κωνσταντινούπολη αγωγιάτες και έμποροι του Μετσόβου δραστηριοποιούνται
και στον βαλκανικό χώρο, κυρίως επί ενός εμπορικού άξονα που διασχίζει τη
Μακεδονία, τη Βουλγαρία και καταλήγει στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Διαχρονικά
ένα από τα κύρια προϊόντα που διακινούν είναι δέρματα μεγάλων ζώων (βόδια,
βουβάλια, αγελάδες), τα οποία προμηθεύονται από περιοχές των βορειοανατολικών
Βαλκανίων (Νικόπολη, Λοβίτσα, Πλέβνα) και τα αποθηκεύουν στο Σιστόβ. Ένα
σημαντικό μέρος τους προορίζεται για άμεση πώληση στους εμπόρους και τα
εργαστήρια της Ηπείρου, ιδίως των Ιωαννίνων και της Άρτας. Ωστόσο, ο χώρος
προώθησης αυτού του προϊόντος είναι πολύ ευρύτερος και συμπεριλαμβάνει τη
Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη, τη Βουλγαρία και τις
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Τα βόρεια Βαλκάνια αποτελούν περιοχή από όπου εισάγουν
ένα ακόμη προϊόν. Πρόκειται για κοπάδια μεγάλων ζώων που προωθούν στον ελλαδικό
χώρο. Το προαναφερόμενο εμπορικό δίκτυο δεν διενεργεί μόνο εισαγωγές αλλά και
εξαγωγές ιδίως προς τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Καταγράφεται συστηματική
προώθηση καπνού, μεταξιού, λαδιού, ενώ δεν λείπουν αναφορές για εξαγωγή
μαργαριταριών, κοσμημάτων ακόμη και χρυσού ή ασημιού. Τα μέταλλα αυτά
διακινούνταν σε περιόδους νομισματικής κρίσης ως υποκατάστατα ενός παράλληλου
αλλά μόνιμου στοιχείου του εμπορίου που διενεργούν και αφορά την ανταλλαγή
νομισμάτων. Η κυκλοφορία πολλών τύπων νομισμάτων και οι διαφορές επί της
ισοτιμίας αφήναν σημαντικά περιθώρια για κερδοσκοπία.
Την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα
το βαλκανικό δίκτυο των Μετσοβιτών εμπόρων συνδέεται με τα εμπορικά δίκτυα των
συμπατριωτών τους στη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη. Με βασικό κέντρο
διαμετακόμισης το Βουκουρέστι εισάγει κάθε μορφής γουναρικά, τα οποία προωθεί
σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Κωνσταντινούπολη, Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και
νότια Ρωσία, ενώ εξάγει στη Ρωσία βαμβακερά νήματα από τη Σμύρνη και μετάξι από
περιοχές της Ηπείρου. Παράλληλα, προβαίνει σε προώθηση ποσοτήτων αμερικάνικου
βαμβακιού καθώς και χρυσών ή ασημένιων νημάτων που παράγονταν σε Ρωσία και
Πολωνία[73].
Η πώληση των εμπορευμάτων στην
Ήπειρο και τη Θεσσαλία ήταν άμεση. Η παράδοσή τους συνήθως γινόταν από
υπαλλήλους ή μισθωμένους αγωγιάτες, εκτός αν επρόκειτο για είδη πολυτελείας,
οπότε η προώθηση τους διενεργούνταν προσωπικά από τους εμπόρους. Σε έναν
ευρύτερο, ωστόσο, γεωγραφικό χώρο εφαρμόζεται η τακτική των έμμεσων πωλήσεων.
Αυτή συνίσταται στη σύναψη έγγραφων συμφωνιών με πρόσωπα, τα οποία ορίζονται
εμπορικοί συνεργάτες επί προθεσμία με σκοπό την πώληση συγκεκριμένων προϊόντων.
Η τελευταία μέθοδος σταδιακά αποκτάει μεγαλύτερη συχνότητα, ώσπου τελικά διαμορφώνει
έναν τύπο προθεσμιακών εταιριών που κυριάρχησε στα πρώτα στάδια της εμπορικής
δράσης του δικτύου. Συγκεκριμένα, οι εταίροι συντάσσουν έγγραφη συμφωνία, με
την οποία ορίζεται ο γεωγραφικός χώρος δράσης της εταιρίας (συνήθως Βαλκάνια ή
Ρωσία), ο χρόνος δράσης (συνήθως δύο ή τρία έτη), η εταιρική σχέση των μελών
(συμμετοχή με κεφάλαια, ως πωλητές ή και μεταφορείς), τα ποσά συμμετοχής τους
στο κεφάλαιο ίδρυσης, καθώς και ο επιμερισμός κερδών ή ζημιών κατά την
εκκαθάριση και λήξη της εταιρίας [74]. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επιβίωση
και ανάπτυξη του εμπορίου που διενεργούν, απαιτεί μία συνεχή ροή χρηματικού
κεφαλαίου. Η διακίνησή του διενεργείται κυρίως με συναλλαγματικές. Αυτή η
μέθοδος μεταφοράς κεφαλαίων αποτελεί συνάμα μία κερδοσκοπικού τύπου επένδυση, η
οποία ασκείται παράλληλα με τις χορηγήσεις εμπορικών πιστώσεων και κάθε μορφής
τοκοφόρων δανείων σε όλο τον βαλκανικό χώρο[75].
Τη δεκαετία 1820-1830 σημειώνεται
μία σημαντική αλλαγή στο είδος και τους εμπορικούς στόχους του ανωτέρω δικτύου.
Προσανατολίζεται πλέον προς την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων των παραδουνάβιων
περιοχών προς την Κωνσταντινούπολη και πόλεις της νότιας Ρωσίας. Οι ποσότητες
ζωικών αλειμμάτων και δημητριακών, που διακινούνται μέσω των λιμανιών της
Μαύρης Θάλασσας, είναι τεράστιες. Καθόλου ευκαταφρόνητες είναι και οι αποστολές
φασολιών, τυριών, βουτύρου, λιναρόσπορου και άλλων προϊόντων. Παράλληλα, η
διεύρυνση των εμπορικών τους συνεργασιών αγγίζει πλέον τα πιο μακρινά εμπορικά
δίκτυα των συμπατριωτών τους. Από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες εξάγουν μαλλιά σε
Βιέννη και Αλεξάνδρεια καθώς και λιναρόσπορο στο Λιβόρνο, προκειμένου να
πουληθεί στην αγορά της Αγγλίας. Σε αυτό το στάδιο συμμετέχουν πλέον ελάχιστα
τα αγροτικά προϊόντα του ελλαδικού χώρου, γεγονός που σηματοδοτεί την απομάκρυνσή
τους από τις παραδοσιακές αγορές της πατρίδας τους. Σημαντικό ρόλο σε αυτό
διαδραμάτισε η οικονομική καθίζηση της Ηπείρου και της ευρύτερης περιοχής [76].
Άμεση απόρροια αυτής της στροφής είναι η συγκέντρωση Μετσοβιτών εμπόρων στα
λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, όπου κτίζουν αποθήκες για τη συγκέντρωση των
προϊόντων και ναυλώνουν καράβια για τη μεταφορά τους. Δεν μπορούμε να μην
επισημάνουμε εδώ τη συμβολική σημασία της τελευταίας ενέργειας. Οι γόνοι μίας
πληθυσμιακής ομάδας, που κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα εμπλέκεται στο χερσαίο
εμπόριο του Βαλκανικού χώρου και πρωτοστατεί στη λειτουργία του αντίστοιχου
μεταφορικού δικτύου, στρέφονται πλέον στις θαλάσσιες οδούς[77]. Αυτή η εξέλιξη
προωθεί μία ακόμη σημαντική επιχειρηματική στροφή του βαλκανικού δικτύου των
Μετσοβιτών εμπόρων. Αφορά την ενοικίαση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες μεγάλων
γαιοκτησιών που ανήκουν σε ιδιώτες ή μοναστήρια με σκοπό την εξαγωγή των
αγροτικών προϊόντων τους. Σε αυτήν τη φάση, η οποία προσδιορίζεται χρονικά
μεταξύ του 1830 και του 1850, προσλαμβάνουν αρκετούς συμπατριώτες τους ως
επιστάτες ή επόπτες αυτών των γαιοκτησιών.
Η μετεξέλιξη
Μπορεί για την ιστορική θεώρηση η
εμπορευματική δράση αυτής της ομάδας να αποτελεί πτυχή μίας γενικότερης
ιστορικής αφήγησης που πραγματεύεται την άνοδο των Ελλήνων πραματευτάδων,
ωστόσο αυτή δεν παύει να διατηρεί την ιστορική και πολιτισμική της αυτοτέλεια.
Η συνολική εκτίμηση της επιχειρηματικής δράσης των Μετσοβιτών εμπόρων
καταδεικνύει ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν έμποροι ή ακριβέστερα αποκλειστικά
έμποροι. Αν και η εμπορική διαδικασία αποτελούσε τη σημαντικότερη πτυχή των
οικονομικών τους δραστηριοτήτων, ωστόσο οι ίδιοι δεν έπαψαν ποτέ να αναζητούν
ευρύτερες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Εκτός από την εκτεταμένη ενασχόλησή τους
με χρηματοπιστωτικές συναλλαγές καταγράφονται περιπτώσεις αξιοποίησης των
κεφαλαίων τους ως ενοικιαστές σκαλών, ιχθυοτροφείων, αλυκών, ορυχείων (αλατιού
ή μετάλλων), ως διαχειριστές ταχυδρομικών υπηρεσιών αλλά και ως προμηθευτές του
οθωμανικού στρατού και των ανακτόρων στην Κωνσταντινούπολη [78]. Παράλληλα,
όσοι ζουν ή επιστρέφουν στο Μέτσοβο αγοράζουν χωράφια, λιβάδια, αμπέλια, χάνια,
επενδύουν στη ζωοτροφία αλλά και στη διαχείριση του φορολογικού συστήματος της
πατρίδας τους.
Συχνά η επιχειρηματική τους δράση
εμπεριέχει σημαντικό ρίσκο, γεγονός που τους οδηγεί σε πτωχεύσεις [79],
ιδιαίτερα αισθητές μεταξύ του 1830-1840, οι οποίες αποτελούν το προανάκρουσμα
για την επερχόμενη παρακμή τους. Αυτή η εξέλιξη, παρά τις επιμέρους πτυχές της,
εκφράζει την αδυναμία των Οθωμανών Εμπόρων, που επιδίδονταν στο χερσαίο
εμπόριο, να προσαρμοστούν στις τεχνολογικές, οικονομικές και πολιτικές
εξελίξεις του βαλκανικού και ευρύτερα του ευρωπαϊκού χώρου [80]. Ειδικότερα, η
αδυναμία των Μετσοβιτών εμπόρων να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, οδηγεί σε
αφανισμό τους από το εμπόριο των χωρών που δραστηριοποιούνταν μέχρι τότε. Τα
τελευταία κεφάλαιά τους τα ξοδεύουν είτε κάνοντας μη αποδοτικές αγορές
γεωργικών εκτάσεων, κυρίως στον θεσσαλικό κάμπο, είτε σε έργα ευποιΐας στην
πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, δείχνοντας έτσι την ανάγκη τους να
ενταχθούν σε μία νέα ελίτ.
Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης
είναι αδύνατον να αναλυθούν σε όλο τους το εύρος οι κοινωνικοοικονομικές πτυχές
της ανέλιξης των Μετσοβιτών αγωγιατών και εμπόρων. Επιχειρήθηκε κυρίως η
προσέγγιση ορισμένων όψεων αυτής της διαδικασίας με αρχικό άξονα αναφοράς την
ομάδα των αγωγιατών και κατόπιν των εμπόρων. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώχθηκε να
τεθεί ως ερευνητικό ζήτημα η πιθανότητα μίας αφετηριακής σχέσης της ομάδας των
αγωγιατών με τη μεταγενέστερη συγκρότηση της κοινότητας των Μετσοβιτών εμπόρων.
Σε αυτό το σημείο θεωρείται χρήσιμη η παράθεση ενός συγκριτικού στοιχείου.
Μεταξύ του 1770 και του 1850 καταγράφονται να ασκούν εμπορικές δραστηριότητες
74 άμεσοι απόγονοι ή συγγενικά πρόσωπα των ατόμων που το 1707 συγκροτούσαν το
ρουφέτι των αγωγιατών του Μετσόβου. Ως διαπίστωση αποτυπώνει τόσο τις
εσωτερικές συσχετίσεις του φαινόμενου όσο και τη μακρά διάρκεια μίας εκ των
ομάδων που σύμφωνα με τη διατύπωση του Stoianovich συγκρότησαν τον κόσμο του
«κατακτητή ορθόδοξου Βαλκάνιου Έμπορου».
Φάνης Δασούλας
Διδάκτωρ Λαογραφίας, μέλος ΕΔΙΠ
Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Μεταφορές και εμπόριο των
Μετσοβιτών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας
«Δωδώνη» Ιστορία και Αρχαιολογία,
Τεύχος Α', Τόμος ΜΓ' - ΜΔ', Ιωάννινα 2017
Επιστημονική Επετηρίδα της
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,
φωτογραφία: Οικογένεια Αχιλλέα
Κίσκα. Στο δρόμο προς τον Προφήτη-Ηλία (κάλε αλ κάλου). 1920. πηγή: http://metsovomuseum.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου