Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

Ένα φωτογραφικό ταξίδι στην Ήπειρο με παραδοσιακές φορεσιές μια άλλης εποχής σε ένα μουσείο άμεσα συνδεδεμένο με την Ήπειρο το Αρχοντικό Σκουτέρη





Ο Σύλλογος Ηπειρωτών Νομού Ροδόπης  προβάλλοντας την παράδοση και τον πολιτισμό της Ηπείρου πραγματοποίησε μια καλλιτεχνική φωτογράφιση με την βοήθεια του φακού της φωτογραφικής ομάδας του Συλλόγου Καλλιτεχνών Ροδόπης «Αθηνίων» .  

Οι χορευτές του Συλλόγου φόρεσαν τις παραδοσιακές φορεσιές και στην έδρα του Συλλόγου Ηπειρωτών το Θρακικό Εθνολογικό και Πολιτιστικό Μουσείο Κομοτηνή το οποίο στεγάζεται στην οικία Σκουτερή γνωστό σε όλους ως Αρχοντικό Σκουτέρη ,το σπίτι του Ηπειρώτη  Κων/νου Σκουτέρη.

Ο Σύλλογος Ηπειρωτών Νομού Ροδόπης θέλει να ευχαριστήσει  την ομάδα φωτογραφίας "Raw Art  Αθηνίων".

Κάθε φωτογραφία είναι μία μάχη ανάμεσα στην μορφή και στο περιεχόμενο. Το πάθος μας για την αναζήτηση της μορφής που θα εκφράζει το ‘’φανταστικό’’ περιεχόμενο αποτέλεσε το έναυσμα για την δημιουργία της ομάδας μας. Η ανάγκη αυτή για έκφραση σε συνδυασμό με την δημιουργικότητα των μελών γέννησε την Raw Art Αθηνίων με έδρα το μέγαρο Στάλιου στη Κομοτηνή.
Raw Art  Αθηνίων.
Ομάδα Φωτογραφίας.


Το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό. Απολαύστε τες !!!
Ο ήλιος επαντρεύεται  και παίρνει το φεγγάρι κι όλα τ’ αστέρια κάλεσε  συμπέθεροι να πάνε.
Την πούλια τον αυγερινό νουνιά να στεφανώσουνπαίρνουν τα στέφανα χρυσά και τα κεριά ασημένια.
Και το κριθάρι από ’σπερνανόλο μαργαριτάρι,τους έφκιασε φαϊά να φαν μόσχον και καρυοφίλλι.Τους έδωσε κρασί να πιούν σαν του λαγού το αίμα, τους έστρωσε για στρώματα
το Μάη με τα λουλούδια.

Όλα τα πουλάκια κι αμάν αμάν, όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά.
Όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά,τα χελιδονάκια ζευγαρωτά.
Το έρημο τ’ αηδόνι κι αμάν αμάν,το έρημο τ’ αηδόνι το μοναχό.
Το έρημο τ’ αηδόνι το μοναχό,περπατεί στους κάμπους καμαρωτό.
Περπατεί και λέει κι αμάν αμάν,περπατεί και λέει και κελαηδεί.
Περπατεί και λέει και κελαηδεί,άντρα μου Πολίτη πραματευτή.
Που την εδιάλεξες κι αμάν αμάν,που την εδιάλεξες αυτή τη νια;
Που την εδιάλεξες αυτή τη ναι,την ξανθομαλλούσα την πέρδικα;
Από την Πόλη ερχόμουν κι αμάν αμάν,από την Πόλη ερχόμουν και από τα νησιά.
Από την Πόλη ερχόμουν και από τα νησιά,και στην γειτονιά της επέρασα.

Θάλασσα μου, βαθιά, βαθιά, μανούλα μου γλυκιά, γλυκιά,
Πως να σ’ αφήκω το ‘χε γεια, που δε μ’ αφήνει η καρδιά.
Βάστα ψυχή, βάστα καρδιά, βαστούν τα χιόνια στάϊ βουνά.
Βάστα και συ, μανούλα μου, που θα σ’ αφήκω το ‘χε γεια. 

«Αυτού που ζύγωσες να μπεις, ήλιος φεγγάρι να φανείς,
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν πρίνος να ριζώσεις
και σα μηλιά, γλυκομηλιά, ν’ ανθίσεις, να καρπίσεις,
υγιούς εννιά ν’ αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα»

Ντύσου, στολίσου, λυγερή, ντύσου, στολίσου, κόρη,για να φάνεις εις το γαμπρό κήπος και περιβόλι.Όλα τ’ αηδόνια ζήλεψαν κ’ επέταξαν μπροστά σουκι όλα λαλούσαν κ’ έλεγαν, χαρά ‘ς την ομορφιά σου.Έχεις μαλλιά τετράξανθα ‘ς τες πλάτες σου ριγμένα,Άγγέλοι σου τα χτένισαν με τα χρυσά τα χτένια.

Αχ μικρή φεγγαροπρόσωπη, του ήλιου θυγατέρα αμάν αμάν Αμάν άμαν άμαν άμανε
Αχ συ μ' έκαμες κι αρνήθηκα και μάνα και πατέρα αμάν αμάν Αμάν άμαν άμαν άμανε
Αχ σύρε να πεις της μάνας σου να κάμει κι άλλη γέννα αμάν αμάν Αμάν άμαν άμαν άμανε
Να κάψει κι αλλωνών καρδιές, πώς έκαψε κι εμένα αμάν αμάν Αμάν άμαν άμαν άμανε

Στολίζεται μια λυγερή απ’ το πρωί ως το βράδυ.
Και περιμένει τον αϊτόγια να ‘ρθει να την πάρει.
Βάζει τον ήλιο πρόσωποκαι το φεγγάρι φρύδια
τον καθαρό Αυγερινότον βάζει δαχτυλίδια. 

Άγγελός είσαι νύφη μου, κι αγγελικά χορεύεις,κι αγγελικά χορεύεις.
Άγγελοι σε στολίζανε, σου ‘βάναν τη σκουφίτσα, σου ‘βάναν τη σκουφίτσα.
Άγγελός είσαι νύφη μου, κι αγγελικά χορεύεις,κι αγγελικά χορεύεις.
Άγγελοι σε στολίζανε, σου ‘βάναν το σεγιάκι,σου ‘βάναν το σεγιάκι.
Άγγελός είσαι νύφη μου, κι αγγελικά χορεύεις,κι αγγελικά χορεύεις.
Άγγελοι σε στολίζανε, σου ‘βάναν τα τιρτίριασου ‘βάναν τα τιρτίρια.
Άγγελός είσαι νύφη μου, κι αγγελικά χορεύεις,κι αγγελικά χορεύεις.
Άγγελοι σε στολίζανε, σου ‘βάναν το γελέκι,σου ‘βάναν το γελέκι.
Άγγελός είσαι νύφη μου, κι αγγελικά χορεύεις,κι αγγελικά χορεύεις.
Άγγελοι σε στολίζανε, σου ‘βάναν το ρουτί σου,σου ‘βάναν το ρουτί σου.
Άγγελός είσαι νύφη μου, κι αγγελικά χορεύεις,κι αγγελικά χορεύεις.
Άγγελοι σε στολίζανε, σου ‘βάναν τις πατούνεςσου ‘βάναν τις πατούνες.
Άγγελός είσαι νύφη μου, κι αγγελικά χορεύεις,κι αγγελικά χορεύεις.
Άγγελοι σε στολίζανε, σου ‘βάναν τις κοντούρες, σου ‘βάναν τις κοντούρες.
Άγγελός είσαι νύφη μου, κι αγγελικά χορεύεις,κι αγγελικά χορεύεις.
Άγγελοι σε στολίζανε, σου ‘βάναν την ποδιά σου, σου ‘βάναν την ποδιά σου.

Για ταπεινώστε το χορό, ρόιδο και βασιλικό.Και σύρτ’ αγάλι, αγάλι,ρόιδο και ροϊδοπούλα.
Για να ‘μπει ο νούνος στο χορό,ρόιδο και βασιλικό.Να σμίξει τα παιδιά του,ρόιδο και ροϊδοπούλα.
Έτσι να του προκόψουν,ρόιδο και βασιλικό.Να τον φωνάζουν νούνο,ρόιδο και βασιλικό.
Νούνε και κύργιε νούνε,ρόιδο και βασιλικό.Και μεγάλε μας αφέντη,ρόιδο και βασιλικό.

Άιντε μωρ’ ξανθιά και μαυρομάτα άιντε πού τα βρήκες τέτοια νιάτα;
Άιντε πού τα βρήκες; τι τα κάνεις;άιντε βάλθηκες να με τρελάνεις.
Άιντε είναι δικά μου βρε λεβέντη άιντε είναι δικά μου και τα ορίζω.
Άιντε είναι δικά μου και τα ορίζω άιντε τα πουλώ και τα δανείζω.
Άιντε πόσα θέλεις μαυρομάτα άιντε πόσα θέλεις να σου δώσω;
Άιντε πόσα θέλεις να σου δώσω; άιντε να σε ακριβοπληρώσω.
Άιντε δεν πουλιούνται βρε λεβέντη άιντε δεν πουλιούνται αυτά με γρόσια.
Αιντε δεν πουλιούνται αυτά με γρόσια άιντε με εκατό και με διακόσια.
Άιντε δάνεισέ τα μαυρομάτα άιντε δάνεισέ τα μου ένα βράδυ
άιντε να με βγάλεις απ’ τον Άδη άιντε κι από το βαθύ σκοτάδι.

Τρεις έ- μωρέ τρεις έμορφες τρεις λυγερές τρεις έμορφες τρεις λυγερές και τρεις καλές κοπέλες και τρεις καλές κοπέλες
ν' Η μια μωρέ ν' η μια της άλλης έλεγε ν' η μια της άλλης έλεγε ν' η μια της άλλης λέει ν' η μια της άλλης λέει
Κόρη μ' μωρέ κόρη μ' το νιο-να π' αγαπάς κόρη μ' το νιο-να π' αγαπάς άλλη σου τον επαίρνει ν' άλλη σου τον επαίρνει
Κι αν δε μωρέ κι αν δεν πιστεύεις κόρη μου κι αν δεν πιστεύεις κόρη μου ν' έβγα στο παραθύρι ν' έβγα στο παραθύρι
Να ιδείς μωρέ να ιδείς το ψίκι που 'ρχεται να ιδείς το ψίκι που 'ρχεται πεζούρα και καβάλα πεζούρα και καβάλα
Να ιδείς μωρέ να ιδείς και τον ασίκη σου να ιδείς τον ασίκη σου στον μαύρο του καβάλα στον μαύρο του καβάλα

Της γαλανής το φόρεμα,ωχ ωχ τζάνου μ' Λέλε,της ρούσας το φουστάνι.
Ξήντα ραφτάδες το 'ραβαν,ωχ ωχ τζάνου μ' Λέλε,και ξήντα μαθητούδια.
Κι ένα μικρό ραφτόπουλο,ωχ ωχ τζάνου μ' Λέλε,ράβει και τραγουδάει.

Πού ήσουν πέρδικα καημένη κι ήρθες το πρωί βρεγμένη;Ήμουνα πέρα στα πλάγια στις δροσιές και στα χορτάρια.
Τι έτρωγες πέρα στα πλάγια στις δροσιές και στα χορτάρια;
Έτρωγα το Μάη τριφύλλι κι είμαι όμορφη στα χείλη
και τον Αύγουστο ρογούλα κι είμαι ροδοκοκκινούλα.

Είσαι εσύ αγαπημένη Παναγιά που μες στα μάτια σε κοιτούσα σαν θεά
Είσαι εσύ όλη η ζωή μου και το φως μα τι να κάνω σ αγαπάω ο τρελός
Όπως ανθίζουν τα λουλούδια άνθισες και εσύ
Για σένα γράφω εγώ τραγούδια αγάπη μου χρυσή
Όταν σε είδα με έναν άλλον αγκαλιά και μου'κοψες σε δυο κομμάτια την καρδιά
Όπως έδινες σε κείνον τα φιλιά ξαναγύρισαν στο νου μου τα παλιά
Όπως ανθίζουν τα λουλούδια...

Ν’ ιψές περδίκα έπιασα και σήμερα τρυγόνα κι έκατσα και μαγείρεψα σ’ αρχοντικό τραπέζι
κι αγκάλιασα τις έμορφες κι όλες τις μαυρομάτες.
Όλες κινούσαν κι έρχονταν, όλες με την αράδακαι μια κοντή μελαχρινή, δε φάνηκε να έρθει.
Μου είπαν πως αρρώστησε και γιατρικό γυρεύει.
Θέλει νερό απ’ τον τόπο της και μήλα απ’ τη μηλιά της,θέλει και μοσχοστάφυλο απ’ την κληματαριά της.
Ν’ έστειλα τρεις αρχόντισσες και τρεις αρχοντοπούλες
Η μια να φέρνει το νερό κι η δεύτερη το μήλο κι η τρίτη η καλύτερη τη φέρνει το σταφύλι.
Σήκω κόρη μ’ να φας, να πιεις, να καλογιοματίσεις!

Για μια φορα Λενιώ μ’, είναι η λεβεντιά. Για μια φορά είναι η λεβεντιά, για μια φορα ειν’ τα νιάτα για μια φορά είν’ τα νείατα.
Για μια φορα Λενιώ μ’, άιντε περπάτησα.Για μια φορά περπάτησα, και εγώ με τα κορίτσια
και εγω με τα κορίτσια.
Ωρέ μαρτύρα το γιέ μου, βρε χαραμή.Μαρτύρα το βρε χαραμή, μαρτύρα το βρε ψεύτη
μαρτύρα το βρε ψεύτη.
Μωρέ πόσα γιέ μου, κορίτσια φίλησες.Πόσα κορίτσια φίλησες, και πόσες παντρεμένες
και πόσες παντρεμένες.
Ωρέ ξηντά Λενιώ μ’, κορίτσια φίλησα.Ξηντά κορίτσια φίλησα, και εξήντα παντρεμένες
και εξήντα παντρεμένες.

Αχ μωρέ σεβντά, αχ καρασεβντά, πως μ' έχεις καταντήσει το μαύρο,αχ πως μ' έχεις καταντήσει.
Αχ εικοσιδυό χρονών παιδίστα μαύρα μ' εχεις ντύσει το μαύροαχ στα μαύρα μ' εχεις ντύσει.
Ωρε σεβντάδες ηταν δώδεκα,ήταν κι ενας περίσιος το μαύροαχ ηταν κι ένας περίσιος.
Αχ από σεβντά δεν ήξερα,δεν ήμουν μαθημένο το μαύροδεν ήμουν μαθημένο.
Ωρε και τώρα που αγάπησα,βρέθηκα μπερδεμένο το μαύροαχ βρέθηκα μπερδεμένο.
Αχ σεβντά μου αχ σεβντά μου,δεν σε χόρτασε η καρδιά μου.
Τον σεβντά μου ν' αποκτήσειςκαι ζουρλή να καταντήσεις.

Κοιμήσου μέρα όμορφη, νύχτα με τ΄αστρουλάκια
μπαξέ μου με τα λούλουδα και με τα γιασεμάκια
Κοιμήσου με τη ζάχαρη και ξύπνα με το μέλι
και λούσου με τ΄ανθόνερο που λούζονται οι αγγέλοι
Κοιμήσου γιέ μου πρωτογιέ και γιε μου κανακάρη
Και από τη πόλη κοπελιά θε να ΄ρθει να σε πάρει
Κοιμήσου γιε μου να τραφείς, γιε μου να μεγαλώσεις
Και τα προικιά ριμένου σε κι οι κόρες καρτερού σε



Εγώ ήμουν τ’ αρχοντόπουλο, εγώ ήμουν τ’ αρχοντόπουλο.Με τους πολλούς παράδες, Φατμέ τι μου ‘κανες;Με τους πολλούς παράδες, στα Μπιτόλια μ’ έστειλες.Εγώ ήμουν που σεργιάναγα, εγώ ήμουν που σεργιάναγα.Στο άλογο καβάλα, Φατμέ τι μου κανες;Στο άλογο καβάλα, στα Μπιτόλια μ’ έστειλες.Εγώ ήμουν που κουβέντιαζα, εγώ ήμουν που κουβέντιαζα.Με μπέηδες με πασάδες, Φατμέ τι μου κανες;Με μπέηδες με πασάδες,στα Μπιτόλια μ’ έστειλες.Και τώρα πως κατάντησα, και τώρα πως κατάντησα.Να φτιάχνω εγώ μασάδες, Φατμέ τι μου κανες;Να φτιάχνω εγώ μασάδες, στα Μπιτόλια μ’ έστειλες.Φατμέ μου σε παρακαλώ, Φατμέ μου σε παρακαλώ.Για λύσε μου τα μάγια, Φατμέ τι μου κανες;Για λύσε μου τα μάγια, στα Μπιτόλια μ’ έστειλες.
Σαν κίνησε η λυγερή στη μάνα της να πάει,σαν έβαλε να στολιστεί απ’ το πρωί ως το βράδυ,
βάζει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρ’ αστήθη και τον καθάριο αυγερινό τον βάζει δαχτυλίδι.
Κι η μάνα της την καρτερεί έξω από την πόρτα. -Κόρη μ’ γιατί μας άργησες, να’ ρθεις να σε φιλέψω;
-Δεν ήταν άντρες στο χωριό, δεν ήταν παλικάρια,που πήγες και με πάντρεψες πολύ μακριά στα ξένα;

Ξύπνα περδικομάτα μου μωρέ,κι 'ρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσά στολίδια σου 'φερα μωρέ,να πλέξεις στα μαλλιά σου.

Κι αν ήρθες καλοσώρισες μωρέ,ας έκανες και κόπο.

Ήρθες και μας ομόρφυνες μωρέ, τον άσχημο τον τόπο.
Δεν το 'ξερα λεβέντη μου μωρέ ,πως ήρθε η αφεντιά σου.
Να πεταχτώ σαν πέρδικα μωρέ,να 'ρθω στην αγκαλιά σου.
Νάζια σου κάνω μάτια μου,και να με συμπαθήσεις.
Το ακρινό παράθυρο,απόψε μην το κλείσεις.
Κι αλλη μια χάρη σου ζητώ,θα σε παρακαλέσω.
Ώρε στο στρώμα που κοιμάσαι εσυ,να 'ρθω κι εγω να πέσω.

Να γίνω γης να με πατάς,γιοφύρι να περάσεις

Να γίνω κι ασημόκουπα,να σε κερνώ να πίνεις

Εσυ να πίνεις το κρασί,κι εγώ να λάμπω μέσα
Ρίξε νερό στην πόρτα σου,να μπω να ξαγλυστρίσω
Να μπω στην αγκαλιά,να 'ρθω να σε φιλήσω












1 σχόλιο: