Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Αποκριάτικα Έθιμα της Ηπείρου





Η Ήπειρος μπορεί να μη φημίζεται για τις Απόκριες όπως η Πάτρα ή η Ξάνθη, αλλά έχει έθιμα και παραδόσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα καμία πόλη της Ελλάδας. Κάθε χρόνο ακολουθούμε όσα μάθαμε από γενιά σε γενιά διασκεδάζοντας με τις μεταμφιέσεις και τα αστεία των καρναβαλιστών. Την περίοδο των Αποκρεών, λοιπόν, οργανώνονται πολλές εκδηλώσεις, γιορτές και παρελάσεις που οι Ηπειρώτες και οι επισκέπτες απολαμβάνουν με πολύ κέφι. Πολλά από τα έθιμα τα βλέπουμε ακόμη και σήμερα, άλλα έχουν χαθεί στο πέρασμα των χρόνων, όμως αξίζει να αναφερθούν για να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και μάθουν οι μικρότεροι.

Οι Aποκριές είναι η περίοδος που αρχίζει με το άνοιγμα του Τριώδιου και τελειώνει την Κυριακή της Τυροφάγου και στην Ήπειρο γιορτάζονταν πάντα με πολύ κέφι. Όταν παλαιότερα τα χωριά της Ηπείρου πλημμύριζαν από νεολαία και ήταν όλο ζωή στήνονταν γλέντια σχεδόν σε κάθε σπίτι. Οι παρέες κατασκεύαζαν αυτοσχέδιες μάσκες και αποκριάτικες φορεσιές και γύρναγαν όλο το χωριό. Το μασκαρεμένο ντύσιμο τους αποτελούνταν από μάσκες (προσωπίδες), ρούχα γερόντων, σιγκούνια, βράκες, ρόκες, κουδούνια, άμφια, τουφέκια, τσαρούχια, προβιές, κέρατα, και τόσα άλλα που προξενούσαν το γέλιο, ήταν παλιές φορεσιές, σωστά κουρέλια που ήταν για πέταμα, κρεμούσαν σκορδαμάθες και κρομμυδαρμάθες,κέρατα τράγι, κριαρίσια ή βοδινά που κοσμούσαν τα μέτωπα τους, ουρές αλογίσιες ή βοδινές που τις κρεμούσαν πίσω τους. Άλλοι ντύνονταν με ολόκληρα τομάρια , κρεμούσαν κουδούνια και κύπρους διπλούς και τριπλούς περπατούσαν ως και με τα τέσσερα σαν τα ζωντανά, χτυπούσαν ντενεκέδες ή άλλα παλιοσίδερα και χαλούσαν τον κόσμο. Γανώνανε τα πρόσωπά τους με μουντζούρα της τέντζερης ή του τηγανιού και έκρυβαν και λίγη μουντζούρα σε ΄να τενεκέ, το είχανε μαζί τους και στα αμασκάρευτα πρόσωπα που συναντούσανε μπροστά τους τα γανώνανε και τους φτιάχνανε τα πιο παράξενα μουστάκια. 
 Οι ιδιοκτήτες τους δεχόντουσαν και προσπαθούσαν να ανακαλύψουν ποιοι είναι, ενώ εκείνοι έκαναν αστεία και πείραζαν τους πάντες χωρίς συνήθως να μιλάνε ή μιλούσαν αλλάζοντας τη φωνή τους για να παραμείνει μυστική η ταυτότητα τους. Ύστερα οι ιδιοκτήτες τους κέρναγαν γλυκά, ποτά ή τους έδιναν χρήματα. Το έθιμο αυτό υπάρχει ακόμη και σήμερα στα χωριά και μάλιστα από ανθρώπους όλων των ηλικιών που τιμούν ακόμη τις παραδόσεις.


Στην Πρέβεζα το πιο διαδεδομένο έθιμο είναι το Καρναβάλι των Γυναικών. Την Τσικνοπέμπτη γίνεται παρέλαση στην οποία συμμετέχουν μόνο γυναίκες, καθώς παρελαύνουν άρματα που σατιρίζουν την πολιτική, και όχι μόνο, επικαιρότητα. Και στην Άρτα, κάθε χρόνο γίνεται το Καρναβάλι Γυναικών. Είναι μια εκδήλωση που οργανώνεται αποκλειστικά από ομάδες γυναικών. Κάθε Τετάρτη πριν από τις Απόκριες κάνουν παρέλαση στον κεντρικό δρόμο της πόλης, ντυμένες με αποκριάτικες στολές, χορεύοντας και δίνοντας γλυκά και καραμέλες σε μικρούς και μεγάλους. Στην Άρτα άλλο ένα έθιμο παλαιότερων γενιών ήταν οι λεγόμενες «μπούλες», οι μεταμφιεσμένες παρέες, έμπαιναν στις ταβέρνες και στα καφενεία δημιουργώντας θόρυβο, πειράζοντας τους άλλους θαμώνες. Επίσης την τσικνοπέμπτη οι μανάδες τσίκνιζαν τα τσουκάλια και μουντζουρώνονταν για το καλό του χρόνου.


Στα Γιάννενα το πιο διαδεδομένο αλλά και φαντασμαγορικό έθιμο που οι κάτοικοι αναβιώνουν μέχρι και σήμερα και είναι γνωστό σε όλη την Ελλάδα είναι οι “Φωτιές” ή “Τζαμάλες”.Νέοι, κορίτσια και αγόρια ελαφρά μασκαρεμένα, μαζεύονταν και χόρευαν, ενώ οι ηλικιωμένοι γύρω από μια μεγάλη φωτιά, συμμετείχαν συζητώντας, παρακολουθώντας τους νιούς ή καμαρώνοντας τους δικούς τους.  Σύμφωνα με  το εύθυμο αποκριάτικο πνεύμα τραγουδούσαν και χόρευαν και χορούς με σατυρικούς στίχους εκτός από τους άλλους.
Όπως: «Στης ακρίβειας τον καιρό  επαντρεύτηκα κι εγώ. Ώχ και πήρα μια γυναίκα πώτρωγε για πέντε δέκα,και την πρώτη τη βραδιά έφαγε πέντε-έξι αυγά, και τη δεύτερη βραδιά προβατίνα με έξι αρνιά, και το τρίτο της το βράδυ, έφαγε ένα γελάδι.»
«Όταν ήμουνα μπεκιάρης έτρωγα κριγιά κι διάρες.Φόντας επαντρεύτηκα όλα τα στειρεύτηκα. Έκανα ένα παιδί κι έτρωγα χλωρό τυρί. Όταν έκανα δυο τρία έτρωγα μπομπότα κρύα κι όταν έκανα πεντέξι ζάρκα ήταν όλα μπλέτσι, κι όταν έκανα δεκάρι ζάρκος βγήκα στο παζάρι.»
Επίσης «Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι. Με τον κ…μωρέ με τον κ… ..κ.λ.π»
«Μια καλή νοικοκυρά τάντρός της βράζει τραχανά, του φίλου της τυρί κι αυγά. Τάντρός της στρώνει στρώματα πέντε γομαροτόμαρα του βάνει και προσκέφαλο ενα γομαροκέφαλο. Του φίλου στρώνει στρώματα πέντε βαμπακοστρώματα του βάνει και προσκέφαλο ενα βαμπακοκέφαλο. κ.τ.λ»
«Πως  χορεύουν  τα παιδιά ρίχνουνται σαν τα τραγιά. Πως  χορεύους οι γριές ρίχνουνται σαν κοπριές..» Οι κάτοικοι μαζευόντουσαν στην κεντρική πλατεία του χωριού, άναβαν μεγάλες φωτιές και οι μασκαράδες χόρευαν γύρω τους .τραγουδώντας σατυρικά τραγούδια (π.χ : «Στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ. Ώχ και πήρα μια γυναίκα πώτρωγε για πέντε δέκα,και την πρώτη τη βραδιά έφαγε πέντε-έξι αυγά, και τη δεύτερη βραδιά προβατίνα με έξι αρνιά, και το τρίτο της το βράδυ, έφαγε ένα γελάδι».ή “Πως το τρίβουν το πιπέρι»). Σήμερα οι φωτιές ανάβονται στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων καθώς και σε άλλα σημεία της πόλης και το γλέντι κορυφώνεται με το γαϊτανάκι.


Τις Απόκριες πολλά ήταν και τα παιχνίδια, όπως ο «Βαλμάς» . Άναβαν μία μεγάλη φωτιά και οι άντρες, σχημάτιζαν ένα κύκλο. Οι δύο πιο πλακατζήδες καθόντουσαν στην αρχή και στο τέλος τους κύκλου. Στο παιχνίδι ο πρώτος υποδυόταν τον αφέντη και ο τελευταίος τον βαλμά (ο βοσκός των αλόγων του αφέντη). Οι υπόλοιποι στον κύκλο συμβόλιζαν το κοπάδι των αλόγων. Ο αφέντης κρατούσε στο χέρι ένα λουρί και έκανε ερωτήσεις στον βαλμά και μετά από κάθε απάντηση ο αφέντης τον κυνηγούσε για να τον “χτυπήσει” με το λουρί.
Βαλμά, Βαλμά!
-Ορίστε αφέντη Παλαμά.
-Που τα ‘χεις τ’ άλογα?
-Στη βοσκή.
-Που?
-Στο Καστρί..
-Και εσύ τι κάνεις εδώ? (ακολουθεί κυνηγητό γιατί ο Βαλμάς άφησε μόνα τ’ άλογα)
 Οι προσπάθειες του να αποφύγει το λουρί παρασύροντας μαζί του και τους άλλους στον κύκλο, οι ξεκαρδιστικοί διάλογοι αλλά και όλο το κυνηγητό έκαναν τους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση να πέφτουν κάτω από τα γέλια.


Άλλο ένα παιχνίδι που διοργάνωναν οι Ηπειρώτες ήταν, το “χάσκο” ή “χάψα”. Στην άκρη ενός ξύλου στερέωναν μια κλωστή. Έβραζαν αυγά, τα ξεφλούδιζαν , τα έδεναν στην κλωστή και τα βουτούσαν σ’  ένα δοχείο με γιαούρτι.  Κουνώντας το ξύλο, ο παίχτης προσπαθούσε έχοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του να πιάσει το αυγό με το στόμα. Και καθώς το αυγό  ήταν καλυμμένο με γιαούρτι, γέμιζε και το πρόσωπο του παίκτη προκαλώντας  το γέλιο στους  υπόλοιπους.

Στο Πωγώγι το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Το αυγό της Τυρινής ήταν το τελευταίο αρτύσιμο φαγητό  για  τη μέρα αυτή και  το  πρώτο που θα έτρωγαν  σαράντα  ημέρες  μετά , στην  Ανάσταση.

Το Σάββατο της τελευταίας Αποκριάς συναγωνισμός γινόταν  ανάμεσα  στις νοικοκυράδες, ποια θα φτιάξει πολλά και καλά τυρομπούρεκα.
Στο Ζαγόρι, η Κυριακή  της Τυρινής χαρακτηριζόταν από τα «τραπέζια της αγάπης». Το τραπέζι, που συνδυαζόταν με μεγάλο γλέντι, είχε πλούσια εδέσματα με συμβολική σημασία.  Συμβολικό έδεσμα ήταν οι διάφορες πίτες της γάστρας (τα πλακούντια των αρχαίων), τα τραπέζια ήταν γεμάτα με πίτες, τυρί, αυγά, γάλα και βούτυρο.

Στην Άρτα την τσικνοπέμπτη οι μανάδες τσίκνιζαν τα τσουκάλια και μουντζουρώνονταν για το καλό του χρόνου. Οι λεγόμενες «μπούλες», οι μεταμφιεσμένες παρέες, έμπαιναν στις ταβέρνες και στα καφενεία δημιουργώντας θόρυβο και πειράζοντας τους άλλους θαμώνες.
«Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί, εγώ θα σε γανώσω κι ας πάω φυλακή». Μια άλλη επινόηση ήταν η Γκαμήλα, ένα σκελετωμένο κεφάλι αλόγου δεμένο σ’ έναν πάσσαλο, μια τάβλα, που τη στήριζαν σε μια κουβέρτα και για να μη φαίνεται η άκρη του ξύλου, τη στόλιζαν με αλογίσια ουρά. Ο Γκαμηλιέρης φορούσε μια προβιά στο κεφάλι και έφερνε βόλτα τις γειτονιές. Την ίδια μέρα έβγαινε και η αρκούδα, που ήταν κάποιος που είχε μεταμφιεστεί. Ο αρκουδιάρης χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα έκανε πως θέλει να τον φάει.





Το Σάββατο της Αποκριάς και το Σάββατο της Τυρινής έβγαινε το αρτινό γαϊτανάκι και έρχονταν και τα άλλα γαϊτανάκια από τα γύρω χωριά, με τα βιολιά. Οι άντρες ήταν ντυμένοι με φουστανέλα και φέσι. Τα μισά παιδιά ήταν ντυμένα με φουστανέλες και τα έλεγαν γενίτσαρους και τα υπόλοιπα με γυναικεία φορέματα και τα έλεγαν νύφες. Το γαϊτανάκι ήταν ένα ξύλο που στην κορυφή του είχε χρωματιστές κορδέλες. Σαν βράδιαζε, το γαϊτανάκι έμπαινε στην μπάντα σε κάποια γωνιά του καφενείου κι εκεί οι κάτοικοι γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Έβλεπες στα πρόσωπα των Αρτινών το γέλιο και τη χαρά. Οι Απόκριες είχαν γλέντι και τραγούδι. Απ’ όποιο σπίτι και να περνούσες τα βράδια, θα αισθανόσουν το ξεφάντωμα εκείνων των ημερών.
Η νηστεία της Μ.Σαρακοστής ήταν ολοκληρωτική και για να είναι πλήρης έπρεπε να «ξαρτυθούν» με ιδιαίτερη φροντίδα όλα τα μαγειρικά σκεύη από τυχόν υπολείμματα κρέατος, τυριού κ.λ.π. Γι΄αυτό άλλωστε λέγεται και «Καθαρό Δευτέρα» ή «Καθαρό βδομάδα» από το καθάρισμα δηλ. που επακολουθούσε μετά τις Αποκριές.
Kαθαρά Δευτέρα (αλμυροκουλούρα)
Την Καθαρά Δευτέρα τα κορίτσια ήθελαν να μάθουν ποιον θα παντρευτούν. Έμεναν νηστικά όλη την ημέρα και το απόγευμα έπαιρναν από τρεις Μαρίες, (κατά προτίμηση), από μια κουταλιά αλεύρι, νερό και αλάτι και ζύμωναν μια κουλούρα, την έψηναν, την έτρωγαν και χωρίς να πιουν νερό έπεφταν για ύπνο. Ο άντρας που θα έβλεπαν στον ύπνο τους να τους δίνει νερό να πιουν θα ήταν ο μελλοντικός τους σύζυγος.



ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου