Η προσφορά του ντόπιου πληθυσμού
Καθόλη τη διάρκεια των
επιχειρήσεων στη ΒΔ Ελλάδα και ειδικώς από την έναρξη της ιταλικής εισβολής
(28η Οκτωβρίου) και της απώθησής της (13η Νοεμβρίου 1940) καθοριστική υπήρξε η
αρωγή του ντόπιο πληθυσμού της περιοχής της Ηπείρου. Όπως επισημαίνεται, η εκδίωξη
του εισβολέα είχε γίνει από επιστρατευμένες δυνάμεις με τη συνδρομή των χωρικών
,που έσπευσαν στο πεδίο της μάχης και συνέδραμαν ουσιαστικά στον εφοδιασμό. Με
δεδομένη τη στράτευση των ανδρών, αποφασιστική υπήρξε η αρωγή των γυναικών στη
προώθηση από τα μετόπισθεν πολεμοφοδίων, υγειονομικού υλικού και αντιστοίχως
από το μέτωπο προς την ενδοχώρα των τραυματιών. Σε μαρτυρίες καταγράφεται και η
συμμετοχή τους σε οχυρωματικά έργα και έργα γεφυροποιίας. Ο ηρωισμός αυτών των
γυναικών, σε συνδυασμό με το διεθνή θαυμασμό για τις απροσδόκητες ελληνικές
πολεμικές επιτυχίες, τις πρώτες για τους Συμμάχους επί ευρωπαϊκού εδάφους,
συντέλεσαν στη δημιουργία του όρου «Οι Γυναίκες της Πίνδου», που γενικώς
περιγράφει το σύνολο των εθελοντριών.
Μαρτυρίες
Γυναίκες που κουβαλούσαν
πυρομαχικά.
"7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου
Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη
Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να
κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία
ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον
στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε
ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ' ένα ποτήρι. Τα
χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες
χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια
γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!"
Ζωντανό τείχος
"Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς
έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το
απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι,
που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά
και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή
του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!"
Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές.
"Όταν φύγαμε από τη
Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε
καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν
γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον
δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και
βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν
πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη,
μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες
δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα
χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε
για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια..." [3]
Ποίηση: Ο ποιητής Νικηφόρος
Βρεττάκος συνέθεσε το ποίημα "Μάνα και Γιος", αφιερωμένο στην ανώνυμη
γυναίκα της Πίνδου.
ένα συγκινητικό κείμενο της ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ)
Είχε φασόλια μαυρομάτικα, τα μούσκεψε, έριξε ξύλα στο τζάκι, μπας και σβήσει, γιόμισε καπνούς το σπίτι, δεν καλοτράβαγε το τζάκι, άτσαλα το ‘χε χτίσει ο μακαρίτης.
Απ’ το στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τον ουρανό, μπλαβιασμένος ο ουρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μα δε λέει να ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στο παλιό και ο λυσσασμένος παγωμένος αγέρας, να το κάνει πάγο. Βουνά ο πάγος να παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι με τα κατσάβραχα.
Για τον κύρη της ξέρει, τον πήρε κοντά του ο Θεός! Θεός σχωρέσ’ τον.
Μα εκείνος που να ‘ναι; Ο γιος της, το μοναχοπαίδι της, ε, βρε παιδεμός να τον μεγαλώσει, άντρακλας έγινε, που η Παναγιά να τον φυλάει.
Κι ήταν ώρες να βρει το ταίρι του, ν’ ανοίξει κι αυτηνής το σπίτι κι η καρδιά της, μα ήρθε ο πόλεμος.
Καί τώρα που να ‘ναι;
Πήγε χωρίς βιάση, άναψε το καντήλι της. “Εγώ δεν ξέρω Παναγιά μου που ‘ναι, μα εσύ ξέρεις· μάνα και του λόγου σου νογάς από καημούς”.
Πήρε μετά μια ξεφτισμένη ρόμπα της κι άρχισε να τη ρεμπατεύει. Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε… έπεφτε… έπεφτε.
Το χιόνι έπεφτε… έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.
Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;
Καί πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, ‘κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν… ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ’ το κόπο κι απ’ τον φόβο…
Και ‘κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που ‘χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν… κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει…
– “Δε φτάνουμε”, είπε ο λοχίας κι όλοι συμφώνησαν.
“Δε φτάνουμε ‘κει πάνω”.
“Να κατεβούμε στο χωριό, να ζητήσουμε παλιολινάτσες να βάλουμε στα ποδάρια των ζωντανών να μη γλιστράνε”, είπε ο δεκανέας κι όλοι το ‘δαν σα μόνη ελπίδα.
Πήρε δυο φανταράκια ο δεκανέας μαζί του και ροβόλησαν για το χωριό. Στο έμπα ήταν που αντάμωσαν τον παπά με δυο-τρεις άλλους που ασφάλιζαν γερά ένα παραθύρι της Εκκλησιάς μη τύχη και ο χιονιάς μπει μέσα.
Τους είδε να ‘ρχονται αλαλιασμένοι.
“Παιδιά, έσπασε το μέτωπο”, ρώτησε ο παπάς και κρεμάστηκαν κι οι υπόλοιποι απ’ το στόμα του. Είχε σπάσει η χολή τους, τέτοια τρομάρα!
“Παπά, το και το, γρήγορα μονάχα βρες παλιολινάτσες κι οι απάνω μείναν χωρίς βόλι”.
Είχε πιαστεί να κάθεται στο σκαμνί, της πόνεσε η μέση “έρμα γεράματα” γκρίνιαξε, τράβηξε κατά το παραθύρι, το παραθύρι, που το μαστίγωνε το χιόνι.
“Αγρίεψε ο καιρός, φύλαγε τα παιδιά μας, Παναγιά μου, ξέρεις εσύ πως…”.
Δεν απόσωσε, τους είδε εκεί στην Εκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ο παπάς να ‘ναι εκεί, η φανταρία όμως; Τυλίχτηκε σφιχτά με το χοντρό σάλι της και βγήκε κι αντάμωσε τη χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν έντονα, δε την κατάλαβαν.
“Να μαζώξουμε λινάτσες κι ό,τι μας βρίσκεται, μα μη θαρρείς πως τα ζωντανά δε θα γλιστράνε πάλι. Ξέρουμε από τέτοια κι έχουν χαθεί αν έχουν χαθεί ζωντανά μαζί μ’ ανθρώπους σε τούτα τα φαράγγια!”,είπε σκεφτικά ο παπάς.
“Εγώ θα σας πω και κάτι άλλο παλληκάρια: Τώρα να βαρέσουμε την καμπάνα, να καλέσουμε τις κυράδες να μας βρούνε ό,τι έχουν και δεν έχουν σε λινατσόπανα, θα κυλήσει ώρα. Άντε τα μαζώξαμε, τα πήρατε, πάτε στην ευχή του θεού. Μέχρι ν’ ανταμώσετε τους άλλους και τα ζωντανά σας βρήκε η νύχτα. Και δε δείχνει ο ουρανός να ξανοίγει, ώρα στην ώρα άλλη χιονιά έρχεται. Δε θα προκάνετε και εσείς λέτε πως βόλι πάνω στην κορφή οι φαντάροι μας δεν έχουνε βόλι, όχι οβίδες και…”.
Δεν αποτέλειωσε. Η φωνή κοφτή τον έκοψε. “Δεν προκάνουνε!!!…”.
Γύρισαν, είδαν τη γυναίκα που σίμωσε.
“Δε προκάνουνε”, ξανάπε με πεποίθηση.
“Και κυρά Σαράντη, τι λες να γίνει;” ρώτησε ο παπάς.
“Βάρα την καμπάνα, παπά μου, να μαζωχτούν οι γυναίκες. Εμείς θα ζαλωθούμε τα κιβώτια”. “Εσείς;” ξαφνιάστηκαν οι φαντάροι.
“Τα γουρουνοτσάρουχα δε γλιστράν, ξέρουμε σα τα σπιτικά μας τα μονοπάτια, “θα αντέξετε; Είναι βαριά, πες ασήκωτα”, είπε δειλά ο δεκανέας.
“Βαστάν οι καρδιές και τα κότσια τους”, είπε ο παπάς και ανακούφιση και περηφάνεια ένιωσε.
“Το λοιπόν μην αργείς παπά μου, και ξαναμούτρωσε ο καιρός”, είπε η γυναίκα και ίδια κοπελ-λίτσα τράβηξε για το σπίτι της, να βάλει τα γουρνοτσάρουχά της.
Η καμπάνα αυτοστιγμής χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ίδιος αναστάσιμος ο ήχος της…
Η μια πίσω απ’ την άλλη ανέβαιναν… ανέβαιναν… οι κάσες λύγιζαν τις μέσες τους, το χιόνι τις μάχονταν… ο θάνατος -το φαράγγι -δεξιά ζερβά τις παραμόνευε.
Κι αυτές ανέβαιναν… ανέβαιναν…
ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφή