Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ

 



Οι Aποκριές είναι η περίοδος που αρχίζει με το άνοιγμα του Τριώδιου και τελειώνει την Κυριακή της Τυροφάγου και στην Ήπειρο γιορτάζονταν πάντα με πολύ κέφι. Όταν παλαιότερα τα χωριά της Ηπείρου πλημμύριζαν από νεολαία και ήταν όλο ζωή στήνονταν γλέντια σχεδόν σε κάθε σπίτι.

Οι παρέες κατασκεύαζαν αυτοσχέδιες μάσκες και αποκριάτικες φορεσιές και γύρναγαν όλο το χωριό. Το μασκαρεμένο ντύσιμο τους αποτελούνταν από μάσκες (προσωπίδες), ρούχα γερόντων, σιγκούνια, βράκες, ρόκες, κουδούνια, άμφια, τουφέκια, τσαρούχια, προβιές, κέρατα, και τόσα άλλα που προξενούσαν το γέλιο, ήταν παλιές φορεσιές, σωστά κουρέλια που ήταν για πέταμα, κρεμούσαν σκορδαμάθες και κρομμυδαρμάθες,κέρατα τράγι, κριαρίσια ή βοδινά που κοσμούσαν τα μέτωπα τους, ουρές αλογίσιες ή βοδινές που τις κρεμούσαν πίσω τους.


Άλλοι ντύνονταν με ολόκληρα τομάρια , κρεμούσαν κουδούνια και κύπρους διπλούς και τριπλούς περπατούσαν ως και με τα τέσσερα σαν τα ζωντανά, χτυπούσαν ντενεκέδες ή άλλα παλιοσίδερα και χαλούσαν τον κόσμο.

Γανώνανε τα πρόσωπά τους με μουντζούρα της τέντζερης ή του τηγανιού και έκρυβαν και λίγη μουντζούρα σε ΄να τενεκέ, το είχανε μαζί τους και στα αμασκάρευτα πρόσωπα που συναντούσανε μπροστά τους τα γανώνανε και τους φτιάχνανε τα πιο παράξενα μουστάκια. 


Στις γειτονιές και στα σπίτια τραγουδούσαν, στα σπίτια που πηγαίνανε οι ιδιοκτήτες προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τους μασκαράδες, μετά τους κέρναγαν γλυκά, ποτά ή λίγα χρήματα για το καλό της Αποκριάς.

Ένα από τα παιχνίδια της Αποκριάς που συναντούσε παλαιότερα κάποιος στην Ήπειρο και σε μερικά μέρη γίνεται αναπαράσταση ακόμη και σήμερα ήταν ο «Βαλμάς». Έθιμο κατά το οποίο δέκα – δεκαπέντε άτομα έκαναν κύκλο γύρω από μία φωτιά και προσπαθούσαν να ρίξουν κάποιο χορευτή μέσα.


Βαλμά, Βαλμά!

-Ορίστε αφέντη Παλαμά.

-Που τα ‘χεις τ’ άλογα?

-Στη βοσκή.

-Που?

-Στο Καστρί..

-Και εσύ τι κάνεις εδώ? (ακολουθεί κυνηγητό γιατί ο Βαλμάς άφησε μόνα τ’ άλογα)



Άλλο ένα παιχνίδι που συναντάμε την περίοδο των απόκρεω ν είναι το << γαϊτανάκι >>.Το γαϊτανάκι αποτελείται από ένα ξύλινο κοντάρι .Στην κορυφή του είναι πιασμένες αρκετές πολύχρωμες κορδέλες ,που είναι μακριές.Κάθε κορδέλα την κρατάει ένα παιδί και τραγουδώντας κάποιο τραγούδι γυρνάει γύρω γύρω .Το ένα παιδί περνάει την μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από το άλλο παιδί και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διαφορά χρωματιστά σχέδια.


Άλλο παιχνίδι  των Αποκριών ήταν το ”χάσκο”.Τις Αποκριές στην Ήπειρο συνήθιζαν να παίζουν ένα παιχνίδι που το ονόμαζαν  χάσκο. Στην άκρη ενός ξύλου στερέωναν μια κλωστή. 

Έβραζαν αυγά, τα ξεφλούδιζαν , τα έδεναν στην κλωστή και τα βουτούσαν σ’  ένα δοχείο με γιαούρτι.  Κουνώντας το ξύλο, ο παίχτης προσπαθούσε έχοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του να πιάσει το αυγό με το στόμα. Και καθώς το αυγό  ήταν καλυμμένο με γιαούρτι, γέμιζε και το πρόσωπο του παίκτη προκαλώντας  το γέλιο στους  υπόλοιπους.

Στο Πωγώγι το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Το αυγό της Τυρινής ήταν το τελευταίο αρτύσιμο φαγητό  για  τη μέρα αυτή και  το  πρώτο που θα έτρωγαν  σαράντα  ημέρες  μετά , στην  Ανάσταση.


Στα περισσότερα χωριά της Ηπείρου, την Κυριακή της Κρεατινής και της Τυρινής μικροί και μεγάλοι ντύνονταν μασκαράδες.Το Σάββατο της τελευταίας Αποκριάς συναγωνισμός γινόταν ανάμεσα στις νοικοκυράδες, ποια θα φτιάξει πολλά και καλά τυρομπούρεκα.Στο Ζαγόρι, η Κυριακή της Τυρινής χαρακτηριζόταν από τα «τραπέζια της αγάπης». Το τραπέζι, που συνδυαζόταν με μεγάλο γλέντι, είχε πλούσια εδέσματα με συμβολική σημασία. Συμβολικό έδεσμα ήταν οι διάφορες πίτες της γάστρας (τα πλακούντια των αρχαίων), τα τραπέζια ήταν γεμάτα με πίτες, τυρί, αυγά, γάλα και βούτυρο.Μια γιορτή που έδινε μεγάλη ευθυμία, ήταν την εβδομάδα των Αποκριών, ήταν οι «Φωτιές», όλες τις βραδιές της εβδομάδος αυτής και μάλιστα τα Σαββατοκύριακα.



Εκτός από τα κοινά γλέντια στα διάφορα σπίτια, γινόντουσαν οι Φωτιές» ή τζιαμάλες όπου οι συγκεντρωμένοι έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν, παρ΄ όλο το χειμωνιάτικο κρύο. Νέοι, κορίτσια και αγόρια ελαφρά μασκαρεμένα, μαζεύονταν και χόρευαν, ενώ οι ηλικιωμένοι γύρω από μια μεγάλη φωτιά, συμμετείχαν συζητώντας, παρακολουθώντας τους νιούς ή καμαρώνοντας τους δικούς τους.

Σύμφωνα με το εύθυμο αποκριάτικο πνεύμα τραγουδούσαν και χόρευαν και χορούς με σατυρικούς στίχους εκτός από τους άλλους.

Όπως: «Στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ. Ώχ και πήρα μια γυναίκα πώτρωγε για πέντε δέκα,και την πρώτη τη βραδιά έφαγε πέντε-έξι αυγά, και τη δεύτερη βραδιά προβατίνα με έξι αρνιά, και το τρίτο της το βράδυ, έφαγε ένα γελάδι.»

“Όταν ήμουνα μπεκιάρης έτρωγα κριγιά κι διάρες.Φόντας επαντρεύτηκα όλα τα στειρεύτηκα. Έκανα ένα παιδί κι έτρωγα χλωρό τυρί. Όταν έκανα δυο τρία έτρωγα μπομπότα κρύα κι όταν έκανα πεντέξι ζάρκα ήταν όλα μπλέτσι, κι όταν έκανα δεκάρι ζάρκος βγήκα στο παζάρι.”

Επίσης «Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι. Με τον κ…μωρέ με τον κ… ..κ.λ.π»

“Μια καλή νοικοκυρά τάντρός της βράζει τραχανά, του φίλου της τυρί κι αυγά. Τάντρός της στρώνει στρώματα πέντε γομαροτόμαρα του βάνει και προσκέφαλο ενα γομαροκέφαλο. Του φίλου στρώνει στρώματα πέντε βαμπακοστρώματα του βάνει και προσκέφαλο ενα βαμπακοκέφαλο. κ.τ.λ”

«Πως χορεύουν τα παιδιά ρίχνουνται σαν τα τραγιά. Πως χορεύους οι γριές ρίχνουνται σαν κοπριές..»

Άλλος μιμητικός χορός των Αποκριών ήταν και ο γανωτζής ή καλαντζής. Ένας από τους χορευτές παρίστανε τον καλατζή και προσποιόταν πως γανώνει ταψιά και κατσαρόλες.

Οι φωτιές αυτές κρατούσαν πολλές φορές και μετά τα μεσάνυχτα και βασικό ρόλο έπαιζαν τα παιδιά του μαχαλά. Αυτά συγκέντρωναν τα απαιτούμενα άφθονα ξύλα από τα διάφορα σπίτια της γειτονιάς με την συγκατάθεση των νοικοκυραίων ή και χωρίς αυτή πολλές φορές κρυφά , και αυτά φρόντιζαν να ξεχιονιστεί ο τόπος.

Όταν θέλαν να διώξουν τους ξενομαχαλιώτες μπροστά από την φωτιά γιατί τους έπιαναν την στια σε σημείο που να μη μπορούν να κάτσουν οι «δικοί » έριχναν χούφτες από αλάτι στη φωτιά, σκάζοντας το αλάτι ανάγκαζε τους παρακαθήμενους να τραβιούνται λίγο παρά όξω από τη φωτιά.

Υπήρχε επίσης και η συνήθεια τις βραδινές ώρες της τελευταίας αποκριάτικης Κυριακής μετά το τέλος του χορού στο χοροστάσι, γίνονταν ειδικές επισκέψεις μεταξύ στενών συγγενών, ανάμεσα σ΄αυτούς και των αναδόχων(νούνοι). ‘Ετσι οι μικρότεροι στην ηλικία επισκέπτοντο τους μεγαλύτερους που τους παρέθεταν ελαφρό και εκλεκτό δείπνο, φεύγοντας τους φιλούσαν το χέρι λέγοντας “Καλή Σαρακοστή”.

ΑΡΤΑ 
Τα έθιμα της αποκριάς είναι πάρα πολύ παλιά και ανάγονται στην εποχή που Δεσπότης της Άρτας ήταν ο Κάρολος  Α, ο Τόκος...    




Ο Κάρολος, επειδή νοστάλγησε την πατρίδα του, θέλησε να γιορτάσει  στην  Άρτα το  παραδοσιακό καρναβάλι. Σκέφτηκε τις παραμονές του 1407 να προσκαλέσει κόσμο για να γιορτάσει το καρναβάλι στο αρχοντικό του. Κάλεσε τους αξιωματούχους, τους κτηματίες  και τους γιατρούς, που ξεφάντωσαν μασκαρεμένοι  μέχρι το πρωί. Αυτό το γεγονός εντυπωσίασε την τοπική κοινωνία και ζήτησε από τον Κάρολο να τους δώσει την άδεια να γιορτάζουν την αποκριά και να ντύνονται, με προσωπίδα, γιατροί. Ο γιατρός είναι μια φιγούρα της  Commedia del Arte και έρχεται από τη Βενετία. Μετά τις δύο επιδημίες πανώλης που έπληξαν την πόλη οι γιατροί συνήθιζαν να φοράνε μάσκες για να μην κολλήσουν. Έτσι μπήκε στο Καρναβάλι ο dotore di morto γιατρός του θανάτου.

Τα επόμενα χρόνια γίνονταν χαλασμός και πανζουρλισμός από τους μεταμφιεσμένους με προσωπίδα γιατρούς που χαρούμενοι τραγουδούσαν:

“Θα γίνουμε γιατρούδες θα γίνουμε γιατροί
την Καθαρή Δευτέρα θα φάμε πιταστή”

Οι ευτυχισμένες όμως μέρες τελείωσαν με το θάνατο του Καρόλου και τηνάλωση της Άρτας το 1449 από τους Τούρκους. Τότε με πρωτοβουλία των κατοίκων  έστειλαν τον  Δημήτρη  Χαϊκάλη στην Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τον αντιπρόσωπο του Σουλτάνου. Αυτός δέχτηκε το αίτημα του λαού να γιορτάζονται οι απόκριες στην Άρτα, να ντύνονται οι κάτοικοι γιατροί και να γλεντάνε. Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος της σκλαβιάς οι κάτοικοι σκαρφίζονται νέα στιχάκια με υπονοούμενα για τους Τούρκους κατακτητές.

Δεν τους γ…. τη μάνα, των κερατάδωνε,
θέλουν να μας βαρέσουν και πάλι σκιάζονται

Από το 1600, άλλοι λένε ίσως και αργότερα, άρχισαν να παίζουν τονΠανάρατο , που είναι λαϊκή διασκευή της Ερωφίλης του Χορτάτζη.  Αυτό το έθιμο ήρθε από την Ζάκυνθο και έχει ρίζες από την Βενετία. Τα μέλη του θιάσου ήταν περίπου είκοσι. Κύρια πρόσωπα ήταν ο βασιλιάς, ο χάρος, η βασιλοπούλα, ένας ή δυο σαλπιγκταί και πέντε αξιωματικοί.

Παραπέμπω λίγους διαλόγους από το έργο:
Βασιλιάς:  Πανάρατε …παιδί μου , έλα εμπρός μου να σου πω, δυο λόγια να σου κρίνω.
Πανάρατος: Τους ορισμούς Σας  γροίκησα της υψηλότητός  Σας, ήθελα μάθω βασιλιά ποιο ειν’ το προσταγμά σας.
Βασιλιάς: Θέλω να πεις στη κόρη μου την πολυαγαπημένη… να της πεις να παντρευτεί θα κάνουμε τους γάμους…

Τα χρόνια περνάνε. Η Άρτα απελευθερώνεται από τους Τούρκους το 1881. Οι κάτοικοι, ελεύθεροι πια, θέλουν να γιορτάσουν να γλεντήσουν και να μασκαρευτούν. Με την αρχή του τριωδίου η πόλη ξεσηκώνεται από τα όργανα. Τα μαγειριά γεμίζουν από παρέες. Όλοι πίνουν ντόπιο μαύρο κρασί, ούζο και τσίπουρο. Την Τσικνοπέμπτη οι μανάδες τσίκνιζαν τα τσουκάλια και μουτζουρώνονταν για το καλό του χρόνου. Οι λεγόμενες «μπούλες» οι μεταμφιεσμένες παρέες έμπαιναν στις ταβέρνες και στα καφενεία δημιουργώντας θόρυβο και πειράζοντας τους άλλους θαμώνες.

«Αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί
Εγώ θα σε γανώσω κι ας πάω φυλακή
»

Μια άλλη επινόηση ήταν η Γκαμήλα ένα σκελετωμένο κεφάλι αλόγου δεμένο σε ένα πάσσαλο, μια τάβλα, που την στήριζαν σε μια κουβέρτα και για να μη φαίνεται η άκρη του ξύλου τη στόλιζαν με αλογίσια ουρά. Ο Γκαμηλιέρης φορούσε μια προβιά στο κεφάλι και έφερνε βόλτα τις γειτονιές. 

Την ίδια μέρα έβγαινε και η αρκούδα που ήταν κάποιος που είχε μεταμφιεστεί. Ο αρκουδιάρης χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα έκανε πως θέλει να τον φάει. 


Το Σάββατο της αποκριάς και το Σάββατο της τυρινής έβγαινε το Αρτινό γαϊτανάκι και έρχονταν και τα άλλα γαϊτανάκια  από τα γύρω χωριά, με τα βιολιά. Οι άντρες ήταν ντυμένοι με φουστανέλα και φέσι. Τα μισά παιδιά ήταν ντυμένα με φουστανέλες και τα λέγανε γενίτσαρους και τα υπόλοιπα με γυναικεία φορέματα και τα λέγανε νύφες. Το γαϊτανάκι ήταν ένα ξύλο που στην κορυφή του είχε χρωματιστές κορδέλες. Σαν βράδιαζε, το γαϊτανάκι έμπαινε στην μπάντα σε κάποια γωνιά του καφενείου κι εκεί οι κάτοικοι γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Έβλεπες στα πρόσωπα των Αρτινών το γέλιο και τη χαρά. Οι απόκριες είχαν γλέντι και τραγούδι. Σε όποιο σπίτι και να  περνούσες τα βράδια θα αισθανόσουν το ξεφάντωμα εκείνων των ημερών.



Στο διάστημα 1906-1910 έκαναν την εμφάνιση τα αποκριάτικα άρματα γνωστά ως αρτινά κομιτάτα. Η πιο σπουδαία όμως εμφάνιση αρμάτων έγινε το 1924 στην πόλη με την συνεργασία του Συλλόγου «Σκουφάς», της δημοτικής αρχής αλλά και των τοπικών σωματείων. Όλοι οι Αρτινοί ήταν επί ποδός. Τραγουδούσαν πετούσαν σερπαντίνες, κομφετί. Τα παιδιά είχανε ροκάνες, φούσκες και τρομπέτες. Μια άλλη αξέχαστη αποκριά ήταν το 1930 όταν εμφανίστηκε το «Πανόραμα». Ήταν ένα φορτηγό, που το είχαν ντύσει έτσι ώστε να μοιάζει με άρμα και επάνω του ήταν μεταμφιεσμένοι που τραγουδούσαν:

Ελάτε να δείτε το Πανόραμα
Για μια φορά στα σοβαρά 
Να δείτε όλων τις καρικατούρες 
Των πολιτικών κι άλλα πολλά…

Είναι αλήθεια πως οι παλαιοί Αρτινοί τις μέρες της αποκριάς έδιναν μια χαρούμενη ατμόσφαιρα με ζωντανά τραγούδια και στιχάκια. Μερικά από τα στιχάκια και τα τραγούδια είναι:

Αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί
Εγώ θα σε φιλήσω κι ας πάω φυλακή.

-Ράκια, ράκια, ράκια, 
Μας πήρανε τον τέντζερη 
Μαζί με τα γιαπράκια.

Οι εκδηλώσεις της αποκριάς σταμάτησαν με το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ξανάρχισαν δειλά, δειλά το 1953. ¨Όμως τα πράγματα και οι καταστάσεις δεν ήταν όπως παλιά. Η Ελλάδα προερχόταν από την εμφύλια διαμάχη και ο λαός έμοιαζε σαν να είναι μαζεμένος. Οι αποκριές εξακολούθησαν  και τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι σήμερα, να είναι περίοδος γλεντιού και ξεφαντώματος. Οι Αρτινοί διατήρησαν πολλά από αυτά τα έθιμα. Με στυλοβάτες τους Συλλόγους «Σκουφάς», «Μακρυγιάννης», τις Γυναίκες της Άρτας (που διοργανώνουν το καρναβάλι  Γυναικών, τη δεύτερη Τετάρτη  της αποκριάς) αλλά και άλλους τοπικούς συλλόγους,  κατάφεραν κάθε χρόνο να γλεντούν, διατηρώντας τα έθιμα.  Με το γαϊτανάκι τον Πανάρετο τα στιχάκια αλλά  και  χορεύοντας τα παραδοσιακά τραγούδια αποτελούν ένα πόλο αντίστασης στην λαίλαπα του μοντερνισμού.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Τάκης Βαφιάς, Αναμνήσεις από την Άρτα, Θεσ/νίκη 2010
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Άρτα 1881-1941, εκδόσεις Παρασκήνιο,2010
Κωνσταντίνος Δ. Τσακτσίρας, «Δημοσιογραφικά-Λογοτεχνικά Δημιουργήματα», Άρτα
Στάθης Μπαρτζώκας «Αρτινή αποκριά» 

ΠΡΕΒΕΖΑ

Το Καρναβάλι των Γυναικών, που διεξάγεται κάθε χρόνο την περίοδο των Αποκριών στην μικρή και γραφική πόλη της Πρέβεζας, έχει τη δική του ιδιαίτερη ιστορία, και παρά το γεγονός ότι μετράει περισσότερα από 60 χρόνια ζωής, ελάχιστοι είναι αυτοί που σήμερα ξέρουν την ιστορία του. Με αφορμή λοιπόν την φετινή του διεξαγωγή, θα κάνουμε ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, για να ανακαλύψουμε τις όμορφες και άγνωστες πτυχές αυτής της διοργάνωσης, που φέρει καθαρά γυναικεία υπογραφή.



Όταν ο χρόνος άλλαζε, οι διαδικασίες προχωρούσαν γρήγορα, και οι προετοιμασίες κυλούσαν πυρετωδώς. Οι μοδίστρες έπρεπε να τελειώσουν όλα τα κοστούμια, έτσι ώστε να τα δοκιμάσουν οι πελάτισσες, και αν κάποιο χρειάζονταν αλλαγή, τότε αυτή να γίνει έγκαιρα, για να είναι εκείνο το βράδυ όλα στην εντέλεια. Οι γυναίκες της παλιάς Πρέβεζας δεν είχαν και πολλές διεξόδους για διασκέδαση στην πόλη, και το Καρναβάλι τους έδινε μία ευκαιρία να «ξεσκάσουν» και να αισθανθούν για λίγο ελεύθερες, έξω από την κοινωνική θέση που τους καταλόγιζαν. Σε μία πατριαρχική κοινωνία, όπως αυτή της Πρέβεζας, οι γυναίκες δεν επιτρέπονταν καν να πάνε στα καφενεία. Μόνο οι άντρες είχαν «εισιτήριο διαρκείας» στα κοινωνικά δρώμενα, ενώ οι γυναίκες έψηναν καφέδες στα σπίτια, ή μαζεύονταν σε καμιά αυλή να ανταλλάξουν τα νέα τους. Την περίοδο όμως του καρναβαλιού τα πράγματα άλλαζαν ελαφρώς…

Το Καρναβάλι των Γυναικών ήταν μία εκδήλωση στην οποία συμμετείχαν αποκλειστικά και μόνο γυναίκες, μικρές και μεγάλες. Η παρέλαση γίνονταν την Πέμπτη πριν από την Καθαρά Δευτέρα, και λάμβανε χώρα στην παραλία της πόλης, όπου ο κόσμος μαζεύοταν περιμετρικά της οδού, για να θαυμάσει τις όμορφες στολές και τις ελκυστικές γυναικείες παρουσίες. Σε σύγκριση όμως με το σημερινό καρναβάλι, που τα κοστούμια δεν είναι τόσο ακριβά, εκείνα ήταν σκέτα έργα τέχνης. Οι περισσότερες γυναίκες τα σχεδίαζαν πολύ πριν τη διεξαγωγή του καρναβαλιού, ενώ οι πιο παλιές ξεκινούσαν να φτιάχνουν τα κοστούμια τους μέχρι και ένα χρόνο νωρίτερα! Αγόραζαν περιοδικά από το εξωτερικό, τα οποία ο ταχυδρόμος τους έφερνε συνωμοτικά στην αυλόπορτα, και τα μελετούσαν προσεχτικά για να πάρουν ιδέες. Οι περισσότερες γυναίκες καθώς τα διάβαζαν, άκουγαν στο ραδιόφωνο ιταλικούς σταθμούς – που πιάνουν από Πρέβεζα – και έπαιρναν πολλά ερεθίσματα από τη γείτονα χώρα. Οι πιο πλούσιες δε Πρεβεζάνες είχαν επισκεφτεί το Μπάρι και τη Βενετία και έφερναν ιδέες, υφάσματα και μάσκες από εκεί, για να τα επεξεργαστούν και να δουλέψουν πάνω σ’ αυτά την επόμενη εμφάνισή τους. Οι στολές τους ήταν αληθινά κομψοτεχνήματα, δουλεμένες στη λεπτομέρεια, από έμπειρα χέρια μοδιστρών, που έκαναν τη νύχτα μέρα, για να μπορέσουν να ράψουν εκείνα τα χρυσοποίκιλτα και γεμάτα πτυχώσεις και στρας φουστάνια.



Όλες οι γυναίκες ανεξαιρέτως φρόντιζαν να δείχνουν πανέμορφες εκείνη την ημέρα, ενώ για πολλές ήταν και μία καλή ευκαιρία να βρουν σύντροφο, καθώς έδειχναν το πρόσωπό τους στην κοινωνία και επιδείκνυαν την ενηλικίωση και την ομορφιά τους. Δεν ήταν μάλιστα λίγοι εκείνοι, που με το τέλος της παρέλασης φλέρταραν τα κορίτσια, και τους ζητούσαν ραντεβού.

Κάθε κοστούμι είχε μία ξεχωριστή ιστορία να πει, μετέδιδε ένα μήνυμα, ενώ τα γκρουπ ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιο θα έχει την καλύτερη στολή. Γι’ αυτό και το καλύτερο κοστούμι κρίνονταν στη λεπτομέρεια, στη ραφή και την έμπνευση. Οι γυναίκες φρόντιζαν όμως πέρα από αυτό, να περιποιηθούν τα μαλλιά τους, να βρουν καλά και άνετα παπούτσια, και φυσικά ένα καλό άρωμα, που θα τους μείνει και μετά την εκδήλωση. Μάλιστα, οι περισσότερες την ώρα της παρέλασης κρατούσαν στα χέρια τους γλυκίσματα, που είχαν ετοιμάσει οι ίδιες από το σπίτι τους ή τα είχαν αγοράσει από τα ζαχαροπλαστεία της πόλης, και τα έδιναν σε όσους παρευρίσκονταν στη γιορτή. Μέσα σ’ αυτή την χρωματιστή και ευχάριστη φρενίτιδα οι γυναίκες ξεχνούσαν για λίγο τις δυσκολίες και τις “απαγορεύσεις” της καθημερινότητας, και όλες μαζί δημιουργούσαν στιγμές τόσο μοναδικές, που θα τις συζητούσαν για εβδομάδες μετά τη λήξη του καρναβαλιού.

Όταν τελείωνε η πομπή με τις στολές, και αφού έκλεινε η μουσική στους δρόμους κι ο κόσμος επέστρεφε σιγά σιγά στα σπίτια του, ακολουθούσε αυστηρά γυναικείο πάρτι στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης, το Margarona Hotel. Στην αίθουσα τελετών του κινηματογραφικού αυτού ξενοδοχείου, με τους μεγάλους πολυελαίους, τις απέραντες βεράντες και τα αριστοκρατικά έπιπλα, οι γυναίκες έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν και χόρευαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ μάλιστα έπαιζαν και διάφορα παιχνίδια. Φυσικά αυτό που έκανε για εκείνες εντυπωσιακή την βραδιά ήταν η ολοκληρωτική απουσία των αντρών, οι οποίοι είχαν «αποκλειστεί» από αυτήν την privé κατάσταση.

Έκτοτε, κάποια πράγματα έχουν καταφέρει να επιβιώσουν στο χρόνο, και κάποια άλλα έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί. Η λάμψη εκείνων των εποχών, τα βουρκωμένα από ενθουσιασμό μάτια των γυναικών, τα υπέρλαμπρα κοστούμια και η αγνότητα της διασκέδασης είναι πράγματα που σήμερα φαντάζουν πολύ μακρινά. Όμως, οι Πρεβεζάνοι ξέρουν ακόμη σήμερα πώς να διασκεδάζουν σωστά και τις μέρες της Αποκριάς η πόλη μετατρέπεται σε ένα υπαίθριο και ατελείωτο πάρτι, στο οποίο συμμετέχουν άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών. Το Καρναβάλι των Γυναικών έχει μεταφερθεί πλέον Παρασκευή, ενώ το Σαββατοκύριακο ακολουθεί το Καρναβαλικό Κομιτάτο και το κάψιμο του Καρνάβαλου στην θάλασσα. Από κάποιο παράθυρο στην Εθνικής Αντιστάσεως ή στο Σεϊτάν Παζάρι, κάποια ηλικιωμένα και θηλυκά ζευγάρια ματιών βλέπουν τη γιορτή και αναπολούν εκείνες τις λαμπρές νύχτες, όπου ο νυχτερινός ουρανός της πόλης φωτίζονταν από τα πυροτεχνήματα, που οι δρόμοι πλημμύριζαν από μουσική και κόσμο και που η πόλη μύριζε σαν αληθινή και ακαταμάχητη γυναίκα.

Από τον Νικόλαο Μπάρδη


Η νηστεία της Μ. Σαρακοστής ήταν ολοκληρωτική και για να είναι πλήρης έπρεπε να “ξαρτυθούν” με ιδιαίτερη φροντίδα όλα τα μαγειρικά σκεύη από τυχόν υπολείμματα κρέατος, τυριού κ.λ.π. Γι΄αυτό άλλωστε λέγεται και “Καθαρό Δευτέρα” ή “Καθαρό βδομάδα” από το καθάρισμα δηλ. που επακολουθούσε μετά τις Αποκριές.

Kαθαρά Δευτέρα (αλμυροκουλούρα)

Την Καθαρά Δευτέρα τα κορίτσια ήθελαν να μάθουν ποιον θα παντρευτούν. Έμεναν νηστικά όλη την ημέρα και το απόγευμα έπαιρναν από τρεις Μαρίες, (κατά προτίμηση), από μια κουταλιά αλεύρι, νερό και αλάτι και ζύμωναν μια κουλούρα, την έψηναν, την έτρωγαν και χωρίς να πιουν νερό έπεφταν για ύπνο. Ο άντρας που θα έβλεπαν στον ύπνο τους να τους δίνει νερό να πιουν θα ήταν ο μελλοντικός τους σύζυγος.






ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου